23.12.09

Η Ομορφιά τους


Με την άσβεστη αθωότητα ως την αιωνιότητα,

που ενυπάρχει μέσα τους, Κύριε,
”πλησιάζουν ” οι αλαφροίσκιωτοι, Μάτια μου.
Και εμείς τους αφήνουμε να σιγοκαίει το κρύο στην καρδιά τους,

στην ονειροχώρα δηλ. του κάθε στιγμής θαύματος.
Και τους πληρώνουμε με το σκληρό της νόμισμα, Κύριε.

Τους αφήνουμε, στη μοίρα, φθισικούς και αυτοκτονούντες,

να λιμοκτονούν από αγάπη, αψηλάφητους από στοργή,
να σπαράζουν μονολογώντας “Θαύμα αντί μίσους”.
Διότι η ελεήμων καρδία υπέρ ημών αχθοφορούσα μοιρολογεί,
στιγμές στιγμές μόνη ελπιδοφόρα, εις τα διηνεκή του χρόνου βαλτόνερα.
Και ίσως ίσως ελεημοσύνη υπέρτερη νομίζουμε πως διαπράττουμε ,
διότι η χίμαιρα τους τούς γλείφει κάθε πληγή, λέμε,
και έτσι απ’ το φως παίρνουνε φως ,
και όμως εις το φως σιμώνει αυτό λαμπρότερο…



Χρόνια τώρα αγαπήσαμε, τρόπον τινά, Κύριε, δίπλα τους,
μπορεί μονάχα το μέσα μας,
και εξ’ αυτού νιώσαμε τη στάχτη να απλώνεται
βαριά στα σωθικά μας, όπως απλώνεται η θνητότητα
στο μέτωπο του κουρασμένου από τον πόλεμο στρατιώτη
καθώς με αθεράπευτη πληγή αντικρύζει λυτρωτικά
τον άγγελο της ψυχής και μοιάζει η τελευταία ανάσα του
θέληση άνομη στη φυσική, γνήσια εκζήτηση του φεγγαριού,
μυστικά ανεβάσματα μέχρι εκεί…



Χρόνια τώρα αγκαλιάζαμε , εκ των υστέρων , Κύριε,
τους δρόμους όπου περπατούν οι αλαφροίσκιωτοι,
εν πρώτοις τύποι σκοτεινοί, δε λέω,
μα με δύο λόγια απέριττα και ουσιωδώς “επικίνδυνα”
ιδρώνουν επιτακτικά στη ζωή μας ταξίδια μακρινά,

στα φύλλα της αυγής δροσίζουν δάση,
ψάχνοντας λημέρια άγνωστων θεών,
σαν εκείνων που αγαπούν να λύνουν μάγια,
σαν εκείνων που γλυκοχαράξαν αχολογώντας
στους βωμούς του ανθρώπου ανεξίτηλα τα πάθη του,
μεσοστρατίς του Παραδείσου έκλαψαν,
παρεκκλίνοντας απ’ την πορεία του κόσμου του σύμπαντος
ψελλίζοντας σωτήρια αλαφροίσκιωτα,
νηπενθή αλληλέγγυα “ΩΣΑΝΝΑ”….

16.12.09

Σχόλιο σε στίχο του Ελύτη






"Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε ,
που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο…"


(Απ’ το ποίημα “Λακωνικόν”)


Ήρθε πάλι μεσονυχτίς , σέρνοντας μαζί του αιώνες κομψούς με γέρικο δέρμα,
ήρθε, αγγελοπρόσωπος κουστουμαρισμένος “εγκληματίας”,
νουνεχής στις πιο δύσκολες ώρες
μα προαγωγός των πιο μεγάλων αναγκών,
όπως η πείνα και η αγάπη,
και δεν είχα παρά μάτια τρυφερά
στην θέα του παράξενου τούτου μύστη.
Στο κατώφλι της ψυχής στάθηκε σαν φωτεινός ιερουργός
με την αγαπητική πληρότητα μάνας
και του κορμιού τις αναδυόμενες επιθυμίες γλυκοφίλησε
με το πάθος της γυναίκας στην έσχατη του έρωτα της πράξη.
Άσκηση επιβίωσης δε θέλει καθώς κομίζει
προφητικά καλέσματα μεταστροφής προς τη ζωή την ίδια, τίποτε λιγότερο,
παράκρουση αλήθειας το άγγελμά του
στην παντερημιά των ηλεκτρονικά συνδεδεμένων μεγαλουπόλεων.
Ήρθε με ρομφαία ποιητική και στόμα βάλσαμο που ξηλώνει κάθε πρέπει
στις εγκεφαλονευροδιαβιβάσεις της μοναξιάς,
σε μια πραγματικότητα δηλ. οριστικά πλέον κοινή για όλους,
που μοιάζει τίμημα άγρυπνο , μεστή εκδίκηση για τους αδικοχαμένους .
Για όλους εκείνους τους γηγενείς ήρωες
που καθώς σταύρωναν επαναληπτικά το εμπαθές είναι τους
ολόψυχα δοσμένοι σε ολόδροσα ανοιξιάτικα πρωινά ,
τραυλίζοντας τραγούδια που γραφτήκαν
σε καθεστώς υπέρβασης ποιητικής αδείας,
φλεγόμενοι και ταπεινοί,
κοινωνούντες στο βωμό του αγώνα για πνευματική λευτεριά,
δε σκεφτήκαν παρά μονάχα πως αχτίδες είναι άσπιλες
μα το φως τους αποδιοπομπαία συναστρία άκαιρη.
Πράξη παράταιρη
σαν το φιλί που ‘δωσαν τα τελευταία πουλιά
στο “εν τούτω νίκα”
και έπειτα πετάξαν ψηλά…

18.11.09

Ιουλιέτα

Στα μικρά διαστήματα της διαύγειας της
συχνάζει σε μέρη όπου αγγελοπρόσωπη η ιστορία της
αναμειγμένη με πολύ ψέμα διαρρέει απ’ τα γκέτο κάθε πόλης.
Και εκείνη ακούγοντας,
ονειρεύεται ανάμεσά τους ότι πέφτει από γιγάντιους πυλώνες,
πώς κόβει μυστικά τα χέρια της,
θρηνεί με σπαραξικάρδια ρέκβιεμ,
μοιράζοντας το είναι της σε αιμάτινες κλωστές
καθώς διερχόμενα σμήνη από αγριοπερίστερα
καλύπτουν με κουτσουλιές τα σημάδια του αφηρημένου χρόνου της
και ένας σωρός από τριαντάφυλλα χαιδεύουν τον πόνο της
στα βελούδινα πέταλά τους.
Στην πιο άστοχη κίνηση της ζωής
βούλιαξε ο αγαπημένος της, σκέφτεται,
ίσως γιατί κατά βάθος δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι,
ίσως γιατί η ζωή είναι μια αδυσώπητη φάρσα
μα το “κελί” μας δικής μας μόνο επινόησης
και η πλάτη μας γεμάτη τρύπες
απ’ τους πυροβολισμούς των άλλων που δεν φαίνονται,
γιατί μάθαμε πια να αιμορραγούμε στα κρυφά,
περήφανοι συγχρόνως και συγκαταβατικοί,
βλέπεις, στο βάθος όλοι μόνο δικαίωση επιζητούμε,
σκέφτεται, στα διαλείμματα…της διαύγειάς της.

17.11.09

Kαι μεταφέρεσαι θαρρείς(Στον κήπο της Γεθσημανή...)

Απόψε, δυνατή συγκίνηση
πλημμυρίζει το νου,
τον κατεβάζει στην καρδιά,
εκεί μέσα,
το μόνο θέλημα μου:
να σωπάσω, να σωπάσω γενναία,
ακόμη και στο σωστό.
Άλλο δεν θέλω να μιλήσω,
άλλο δεν έχω να μιλήσω.
Τίποτα παραπάνω.
Δεν είναι το πρόσκομμα της μνήμης
που πρέπει να ξεπεραστεί.
(αλήθεια, τί καινούριο
έχουμε να πούμε για να το ξεπεράσουμε;)
Τόσο καιρό αισθανόμουν και βίωνα τον ζήλο
ενός χωρίς “κέρδος” εργάτη σε ακατανόητο “κάτεργο”.
Έτσι πέρασα τα μέχρι τώρα εμπόδια
απ’ το χθες στο αύριο
και κάθε μέρα άναβε
μέσα μου φωτιά η λαχτάρα του αδύνατου:
να ενσκήψω στο μέγα τούτο μυστήριο της ζωής,
να το δω κατάματα και να το καταλάβω
(δίπλα μου πάντα ένα “δαιμονισμένο” παιδί
“γράφει” με το χνώτο του στο χώμα: άσκηση άλυτη).
Τα χθεσινά και το αύριο
ας σταθούν και ας με κοιτάξουν, βουβά και απορημένα:
Ένα σύνολο από αβεβαιότητες και συνειρμούς αμφιβολίας είναι,
πονήματα μάταια της ύλης.


Μέσ’ την καρδιά μου, απόψε,
ακούω μονάχα βέβαιη
την Αγία σιωπή
το ακλόνητο σημείο όπου πάνω του
σπάνε νικημένες οι σκέψεις,
που υφαίνει τον εαυτό μου με το απέριττο,
σιωπή,το πιο αυθεντικό του δικού μου χρόνου “αριστούργημα”,
τώρα και πάντα…

14.11.09

Μικρές σκέψεις...

Ανασασμοί που σκορπίζουν στην ενδοχώρα του νου
δροσερές σκέψεις του πρωινού
εκτεινόμενες σε ατόφια τοπία παρθένας βλάστησης,
με την ανομολόγητη έστω συναίσθηση
πως το φως καρπίζει με φως μονάχα όταν εισδύω απαλά
στο μυστήριο του όλοι ένα ήμασταν και ένα είμαστε,
μοναδικοί κάτοχοι ωστόσο μιας υπέροχης ατομικής μηδαμινότητας,
οδοιπόροι στο αχανές,
βέβαιος πως δεν υπάρχει σιγουριά στον κόσμο
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα φτερά των αγγέλων
καταλήγει τελικά η ζόρικη μοίρα των φτωχών,
των απόκληρων, των άστεγων και όλων των πεινασμένων
και εκεί πάνω υφαίνεται η λάμψη του είναι τους.
Βεβαιότητα δεν υπάρχει καμιά
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα σεντόνια που πλάγιασαν οι εραστές
αιμάτινη αργοκυλά η αιώνια ένωση
σαν η πιο γνήσια του ανθρώπου ελπίδα,
εκλεκτή σαν αγνότητα
και μαρτυρική σαν αθωότητα
που άλλοτε αγρυπνά στους δρόμους με μάτια βεγγαλικά
και άλλοτε κοιμάται ήσυχα στα πόδια της χίμαιρας της αγάπης.
Αγάπη άραγε θα πει
συνειδητή υποταγή στο σκληρό του κόσμου πεπραγμένο
ή μήπως θα πει να ονειρεύεσαι
ακόμη και ανήμπορος ακόμη και πεσμένος καταγής,
μοιάζει σκουριασμένη ανέφικτη ιδέα στα γρανάζια του νου
ή μήπως αμφιβολία για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτή;
Μα δίπλα μου και μέσα μου ανθίζουν οι στιγμές
αιώνια ονειρεμένες και αιώνια εφιαλτικές
και η ανάγκη του μέτρου
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα της ύπαρξης
τυφλώνεται απ’ την ανάγκη
να μην καταντήσει η υπέρβαση
νοσταλγική ανάμνηση ενός “κάποτε πραγματικά υπήρχα”.
Και όταν ο μέγας φόβος τούτης της απώλειας σταλάζει σιγά σιγά στη ψυχή μου
το παραισθητικό εκείνο βάλσαμο μιας ροδόχρωμης εαρινής εσπέρας
δημιουργεί την εκλεκτική συγγένεια μου με τον άσωτο,
που καλόδεχτα θα χαθεί απ’ τις ριπές της νύχτας
σε περιθώρια στέκια, μεσοπέλαγα του πουθενά,
και έπειτα γλυκοφιλώντας το χαμό του
στέκεται έξω απ’ τη θύρα της καρδιάς του
χτυπώντας την μανιασμένα και κραυγάζοντας
“Δεν ήμουν εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήμουν εγώ…“
ή πάλι “Δεν καταλαβαίνω,Κύριε,
γιατί να γίνει έτσι,γιατί οτιδήποτε να γίνει έτσι,γιατί;”
με ρημαγμένη εκείνη τη διαίσθηση
πως θα του δοθεί –πρέπει να του δοθεί- μιαν απόκριση.
Μα αντί γι’ αυτό ακαριαία απλώνεται στο νου του
μια τρυφερή όσο και αμήχανη σιωπή
σαν αυτή που συνοδεύει όλα τα μεγάλα ανθρώπινα γεγονότα
ή καλύτερα απλώνεται
ένας υπεραισθητός φωτοφόρος παλμός ενέργειας
σαν εκείνον που μετέτρεψε το νερό σε κρασί,
αρκεί μονάχα αρκεί να το νιώσει
ελεύθερα μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του έτσι…

13.11.09

Σχόλιο σε στίχο του Καρυωτάκη

“Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι…”


Κ.Καρυωτάκης
(Απ’ το ποίημα ο Γραφιάς)



Αρνούμαι το χαρούμενο τραγούδι
πόσες φορές σαν άγριο λουλούδι
άνοιγει δίπλα μου η σιγή
της πλάσης, την πιο θλιμμένη ώρα..τη χαραυγή..


Ασθμαίνω ανέλπιδα στου φεγγαριού τη χάση
τους πάντες αγαπώ απλώνοντας τις δικές μου φτερούγες
προς τα ψηλά , προς τις ουράνιες ρούγες
και ευλογημένη η έμπνευση ρέει στο νου με βιάση...


Όλα είναι πιο δύσκολα κάθε που φτάνει το βράδυ
καθώς μνήμες θύελλες στοιχειώνουν το χρόνο
μα επιτέλους ποιοι απ΄αυτούς που κρίνουν λογάριασε τον πόνο
που γράφει στη ψυχή μου το φως και το σκοτάδι...


Μα και πάλι μια απέραντη- αιφνίδια - γαλήνη
θα χαρίσει πλούσια στην μοναχική μου καρδιά η φίλη εκείνη
που μεγαλώνει μέσα μου και βγαίνει σαν προσφορά
αίμα απ΄το αίμα μου..η γραφή είναι αγώνας για λευτεριά...

26.9.09

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ...

Πλημμυρίζουν πεφτάστρα τα μαλλιά της Αφροδίτης:
..Και το φεγγάρι νυχτερινή κύηση του έρωτα στη μήτρα του στεναγμού
κλείνουν τα μάτια ενστικτώδης κίνηση του αίματος στο βάθος της πληγής
διψά η ψυχή για ένταση στη σατραπεία της στιγμής
έλξη στη διαπασών της ύπαρξης με ένα φιλί που σπαρταρά στα χέρια του χαμού…


Τα γκέτο κάθε πόλης φωταγωγεί θρηνητικά η Ιουλιέτα:
…Χείλη και χέρια μυρωμένοι ανθοί μεταλάμβαναν το κορμί
φωτιά η ανάσα που χάθηκε
Ω! μοναδική μου αλήθεια τρέχεις
στις φλέβες του αγαπημένου σαν άτι με χαίτη χρυσή
σκιρτόντας στην όψη του σαν ουρανός που αντιστράφηκε
και γίνεσαι ύμνος μεταλλικός στην νίκη του που σβήνει την αυγή…

18.9.09

ΟΤΑΝ ΑΝΑΒΕΙ Ο ΒΥΘΟΣ..

Παραπαίοντας στους άγριους ποταμούς της νύχτας
σαν παλιάτσοι με σαράβαλα κουπιά,
είναι που λησμονήσαμε πως κατά βάθος είμαστε από χώμα
θυσιασμένοι επαναληπτικά στης αγάπης το "σφαγείο",
χτυπημένοι στο σταυρό ανάμεσα στων ματιών μας τον έβδομο ουρανό,
μόνοι στα δειλινά ανέφικτων ονείρων,
υπάκουα σκυλιά σε αφέντρες χαμένες στιγμές
που στρογγυλοκάθονται στη μνήμη σαν γιορτές,
απαγγέλουμε στα χρόνια που θα ‘ρθουν ποίηση απ’ το "δικό" μας φως.
Μας τρίξανε για τα καλά τα δόντια
κλείνοντας μας το μάτι: κυρίες και κύριοι
τα πράγματα είναι τόσο απλά και οι άγγελοι ακόμη το ξέρουν,
άσκοπα βάζετε ακόμη στη σκέψη σας και λίγες τύψεις,
το ψωμί δε μοιράζεται δε θα μοιραστεί ποτέ ,
η αιώνια γιορτή χάθηκε οριστικά,
ο εχθρός σας έχει πάντα λόγο "καλό"...
Μα από κάπου μακριά όλο και περισσότερο τώρα τώρα
σιμώνει σε μας μια παράξενη βοήθεια που αργοκυλά σαν οξύ
στην ευκατάστατη φιμωμένη συνείδηση του κόσμου
εκβάλλοντας στην άκρη και της πιο μύχιας πρόθεσης του
χαρίζοντας χίλιες και μία αγάπες σε αυτόν
και έπειτα σωπαίνοντας σαν όραμα στην καρδιά του
κορυφώνεται στους παλμογράφους της ατμόσφαιρας του νου:θαύμα.

12.9.09

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ...

Και εγένετο όνειρο:


Πλούσιο τραπέζι. Προσδίδεται η χάρη της πανάκειας στο ακριβό κρασί.
Για να (δια)σκεδαστούν όμως τα ως τώρα “κατορθώματά” πίνεται ανόθευτο.
Ούτε σκέψη. Παρέα με σκόρπια βιβλία (διαλεκτικά “θηρία” ενέργειας)
που σημαίνουν πυρετώδη ενθουσιασμό: νενικήκαμεν.
Με συνοπτικές διαδικασίες
δόθηκε η σκυτάλη (αιμοβόρα αμοιβή)
στους επιζώντες των νεύρων.
Αλήθεια. Ευκλείδεια γεωμετρία.
Τρίγωνο χάριτος: Εγώ, Εμού, Εμέ.


Μεθυσμένο φιλί (νιώσε και έλα λίγο πιο κοντά)
λύνει και λιώνει μάγια την ευλογημένη ώρα που κάπου βρέχει.
Παραποιημένο ομοίωμα (κάποιου-κάποιας) τρέχει μες τη βροχή.
Στο ένα χέρι το αβοήθητο βαστάει τον πυρσό της ελευθερίας καθώς
απ’ το άλλο χέρι το κραταιό διακριτικά χύνεται θειάφι
σε μια τεράστια καρδιά που αναβλύζει τις στιγμές
παρατείνοντας στα δεύτερα των δευτερολέπτων
έναν ρυθμό που διαρκώς ανεβαίνει:
Σφιχταγκαλιασμένο φθινόπωρο.

24.8.09

ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

Υπάρχουν δύο δρόμοι στην Τέχνη, που ανεβαίνουν και οι δύο στο Γολγοθά. Τον μεν πρώτο τον ακολουθούν μέχρι εκεί κάποιοι απλώς για να πάρουν τον αέρα τους. Τον άλλο τον ακολουθούν μέχρι εκεί και κάποιοι άλλοι για να σταυρωθούν. Και συμβαίνει οι μεν δεύτεροι να σταυρώνονται ενώ οι πρώτοι να μένουν εκεί περιβεβλημένοι δόξα, τιμή και την αίγλη του Πνεύματος.


Πολύβιος Δημητρακόπουλος






Ιδού λοιπόν, ενώπιoν μόνο του εαυτού σου,
και κοιτώντας κατάματα μόνο ό,τι ως τώρα είδες,
αναρωτήσου ειλικρινά και τίμια μέσα σου,
μπήκε στο αίμα σου σπόρος αγαθός
με μυστική δύναμη μεγατόνων
ή μήπως κυλά ήδη σε αυτό η γλυκερή ενόραση της κορυφής;
Μπήκε στο αίμα σου ένα κομμάτι ουρανού
ή μήπως διογκώνεται ήδη μέσα σε αυτό
το πρωτοκύτταρο εκείνο που θα “νομίσει"
κάποια στιγμή ότι “περιέκλεισε”
και τον ουρανό ακόμη μέσα σε ένα γράμμα;
…Γράμμα λεπτεπίλεπτο, πολιτισμένο,
γράμμα που μπροστά του
υποκλινόμαστε βαθιά και επίσημα μπαίνοντας στα τυπογραφεία,
σε αυτούς τους σύγχρονους ναούς της λατρείας αυτού του γράμματος,
της λατρείας της βρώσις και της πόσις ειδωλόθυτων αλφαβήτων,
γράμμα κυρίαρχου στην έρημο και στις πόλεις,
στα κανόνια και στους πύραυλους,
γράμμα στις εφημερίδες: απαραίτητη
πρωινή προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου,
γράμμα εκ των έσω: βασικό συστατικό
της παντοδύναμης πλέον νευροχημείας του εγκεφάλου
αναλυόμενης μέσα απ’ τους “πεφωτισμένους”,“αλάθητους”
και “ακριβείας” ανθρώπινους υπερεπεξεργαστές της ψυχής,
οι οποίοι υπερτονίζοντας απροκάλυπτα τη δήθεν ανυπαρξία της τελευταίας
και βάζοντας σε αυτήν τελεία και παύλα συνείδησης μαζί
διατιμούν έπειτα ανενόχλητοι κάθε αξία,
κηρύσσοντας συστηματικά το αφύσικο σε φυσικό
με το να προτρέπουν διακαώς τον άνθρωπο
σε αυτονόμηση και ατομισμό τουλάχιστον ιδεοληπτικού χαρακτήρα,
και το βλαπτικό σε ωφέλιμο
με το να πασχίζουν να μεταμορφώσουν
τον άνθρωπο μέσω τούτης της κοινωνίας
προτρέποντας τον μόνο να νιώθει πάση θυσία καλύτερα
και όχι να γίνεται καλύτερος,
γράμμα απολογητικό:
κομψή αρχιτεκτονική
της σύγχρονης εποχής του λίθου, πέτρινη κουλτούρα με μυριάδες
υποκατάστατα σκέψης ή καλύτερα πέτρινη κουλτούρα
υποκατάστατο σκέψης με τη δική της λογική
ή καλύτερα με τη δική της νοσηρή απολογητική
για να δικαιολογηθεί ως κάτι δήθεν αναγκαίο και φυσικό,
γράμμα υποκριτικής:
εξυμνητής του κάθε “πνεύματος των καιρών”
ενθρονίζει αυτό το "πνεύμα" στο νου και εκείνο
με τη σειρά του τον αποσυνθέτει ολοκληρωτικά
μέσα από μια δια βίου εκπαίδευση στην αρπαγή,τη μοιχεία,τη βία
τον κάθε είδους φόνο ακόμη και κυρίως τώρα πια τον “ηθικό”,
και γράμμα τελεσίδικο : μεθυσμένο στόμα
που διακωμωδεί περίτεχνα την πραγματική καταγωγή του κόσμου ή τουλάχιστον νομίζει
ότι το κάνει με την ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟ,
Η ΟΠΟΙΑ αφού επίσημα θεωρεί και διακηρύσσει
ότι τα πάντα συμβαίνουν και δίνονται στον άνθρωπο μόνο απ’ την εξέλιξη
τελικά έτσι τον εξαπατά οικτρά και τραγικά:
δεν του λέει ποτέ ευθέως πως κατά βάθος ΘΕΩΡΕΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙ
ότι το κακό και ο θάνατος είναι φυσικά και αναγκαία,
είναι δηλαδή αναπόφευκτα αποτελέσματα της εξέλιξης,
την οποία εξέλιξη ναι μεν προτάσσει παντού και πάντα
ως απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού στην ύλη, αλλά σκόπιμα
δεν την “ενοχοποιεί” καθόλου για το κακό και το θάνατο,
για να διατηρήσει και να μεγαλώσει
την επιρροή τούτης της θεώρησης του κόσμου(εξέλιξη) στις συνειδήσεις
και μέσω αυτής της επιρροής να γιγαντωθεί η ίδια(αυτή η ανθρωπολογία).
Γιατί αν αυτή η ανθρωπολογία
έλεγε ανοιχτά στον άνθρωπο ότι στην ουσία
αυτή την εξέλιξη μόνο έχει “ανακαλύψει” ή έστω ότι σε αυτή μόνο πιστεύει,
θα αναιρούσε φανερά τον εαυτό της ως ανθρωπολογία
ή καλύτερα θα τον αποκάλυπτε
εφόσον έτσι προωθεί στην ουσία το επί Γης κακό και το θάνατο,
και από “χρήσιμη” , “ωφέλιμη” ,μόνη "διαφωτιστική "θεωρία
και μοναδικό μέσο προς την υπέρτατη αλήθεια
θα καταβαραθρωνόταν αυτοστιγμεί στην πηγή της,
στο πηχτό ,αδιαπέραστο και ειλικρινά μισάνθρωπο σκοτάδι.
Αντί όμως γι' αυτό, φέρεται “έξυπνα”
- και αυτό το φέρσιμο μεταδίδεται
γύρω μας και μέσα μας αστραπιαία-
συκοφαντώντας, ελεεινολογώντας και νεκρολογώντας
στην ουσία μέχρις εσχάτων τον ίδιο τον άνθρωπο
με το να αρχίζει να τον μυεί να πιστεύει
έστω και κατά βάθος σε αυτά (κακό και θάνατο)
ως φυσικά αναγκαία και ως επιταγές της εξέλιξης
πριν καλά καλά πήξουν τα νύχια του,
φορτώνοντας του όμως σταδιακά
όλο και πιο άγρια
το απροσμέτρητο βάρος
της ζωής και της ύπαρξής του,
και με αυτό τον τρόπο περιγελά,ενοχοποιεί,
χλευάζει και καταδικάζει
μόνο εκείνον (τον άνθρωπο),
για να φτάσει τελικά εκείνος
κυριολεκτικά λεηλατημένος νοητικά
και μαδημένος συναισθηματικά να κλείσει τα μάτια
είτε χορτάτος και μόνο,
πάνω σε έναν οποιουδήποτε τύπου επίγειο θρόνο
είτε λιμοκτονώντας σε κάποιο περιθώριο τούτης της Γης
και στις δύο περιπτώσεις όμως
χωρίς να έχει βιώσει ποτέ του ουσιαστική και γνήσια ελπίδα,
διότι ακόμη και οι σπάνιες οάσεις στιγμές
στη λιγόχρονη ζωή του στερούνται “καθαρού νερού”.
Διότι αν τουλάχιστον ήταν έστω και λίγο ανθρωπολογία
και όχι αποκλειστικά και μόνο ανθρωποφαγία
θα μπορούσε πάνω από όλα να επινοήσει,
μέσα στην τόση λάμψη “αλήθειας”
και μέσα σε όλη αυτή την αίγλη του “αλάθητου”
που διατρανώνει ότι πια την περιβάλλει,
μια ακόμη θεωρία για να εξηγήσει
και την ύπαρξη του κακού και του θανάτου.
Και εάν βεβαίως ήταν εξολοκλήρου και μόνο ανθρωπολογία
θα εκφραζόταν τίμια έστω και αν ψέλλιζε:
Ο άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του
και μόνος του να κάνει τίποτε.
Δεν είναι όμως ανθρωπολογία` είναι ανθρωποκτονία ,
συστηματική μάλιστα και μεθοδευμένη σε όλα τα επίπεδα
και τομείς λειτουργίας τούτου του κόσμου,
και για τα ανθρώπινα μέτρα νόησης(αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος)
είναι κατά βάθος πέτρα ή καλύτερα
είναι η ακρογωνιαία πέτρα του σκανδάλου “όλα επιτρέπονται”,
αυτής της μοναδικής κατά βάθος
“κατάκτησης” του αυτολατρευόμενου
μέχρι –ευτυχώς- το τέλος του χρόνου,
διογκωμένου μέχρι τις “άκρες “ του Σύμπαντος
αλλά τελικά μόνο κούφιου και κουρελή ανθρώπου
που νομίζει ότι “περιέκλεισε”
και τον ουρανό ακόμη σε ένα γράμμα,
ψελλίζοντας συντετριμμένος
στις πιο αληθινές αλλά μυστικές
πάντα στιγμές του: έτσι , δεν είμαι άνθρωπος.

12.6.09

ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟΨΗ...

Περνούν οι μέρες γρήγορα, τα μεσημέρια κάτω απ’ τον ήλιο άχαρο φως,
σακάτηδες , με το αίμα μας να βοά σπασμωδικά,
κουράστηκε η καρδιά μας να εμπαίζεται ή να εξαπατά
να είναι μες τη φωτιά ή να χειροκροτεί
και μόνο τούτο το υπέροχο ευαγγελικό
“τι ωφελεί να κερδίσεις τον κόσμο αν χάσεις τη ψυχή σου;”
να ξεχύνει δύναμη σα ρίζα συμπονετική,
να συναθροίζει πάλι απ’ τα πέρατα όλους εκείνους
που μυστικά και αφανώς “ποιούν” όρθιο τον άνθρωπο,
να αποδεικνύει τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο,
να εκθέτει ολοένα και περισσότερο τις μέρες της μάταιης δόξας…
Και επειδή είναι σεβαστός ο πόθος να χωρέσουμε τη θάλασσα σε ένα ποτήρι
ας μας είναι τουλάχιστον αρκετό να έχουμε συντροφιά τον πόθο του αδύνατου
καταβάλλοντας έτσι στο όνειρο το υπέρτατο χρέος της συγκατάβασης
αλλά να χειριστούμε τουλάχιστον το υλικό μας με απόλυτη ειλικρίνεια
“εν ιδρώτι του προσώπου μας” να το χειριστούμε
καταβάλλοντας έτσι στη ζωή το υπέρτατο χρέος του αγώνα,
ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα
ακόμη και ρημαγμένοι να λέμε ο ένας στον άλλο
“ό,τι έγινε έγινε σήκωσε τώρα το κεφάλι”
και έτσι θα βαδίζουμε λίγο πιο σίγουρα απ’ την ατολμία στην ελπίδα
και δε θα αρρωσταίνουμε τόσο συχνά από πείνα και φόβο
τούτο δεν είναι υπερβολή, γιατί ο άγγελος ορκίζεται πως λάθος αγάπη γυρεύουμε
και αμαρτάνουμε όταν σκεφτόμαστε ασώματη τη ψυχή…

9.6.09

Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ(...ΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΓΥΡΕΥΕΙΣ)

Φαντάζομαι, όταν νιώσουμε τα μηνύματα
που μας αφήνει μια φλόγα έτοιμη να σβήσει
σαν απειροελάχιστος σφυγμός φωτός
στη ζωή που μας απομένει, θα κλείσουν λίγο οι πληγές…
Πως θα είναι άραγε όταν μαζευτεί σωρός τα χρόνια μας πεταμένα
σα βασανισμένα μέλη ανθρώπων ύστερα από πολύχρονο πόλεμο
και το κορμί μας κουρασμένο από προδομένους έρωτες
θρεμμένους απ’ το αίμα μας,
όαση η σάρκα πια στεγνωμένη που δε θα ”χει πια καμιά γεύση
με μια τεράστια γραμμή πόνου
χαραγμένη στης ψυχής μας το άδειο κλουβί
δίχως να υπάρχει ούτε ένα γέρικο σκυλί στη θύρα να μας προσμένει
δίχως να υπερασπιζόμαστε πια τίποτα
εκτός από μια παράξενη θέληση με άχρηστα μάτια…
Γιατί ακόμη και αν κρατηθήκαμε
μέσα σε αγκαλιές ανασαίνοντας σα να “μασταν σε βουλιαγμένα νησιά
ακόμη και αν αλλάξαμε πολλές φορές βήματα
“γοητευμένοι” απ’ το ρεύμα της ζωής
και ποτέ δεν είπαμε “φτάνει” στην ακατάλυτη ροή της
τυφλοί τεντώναμε το δάχτυλο δείχνοντας πάντα τους ”άλλους”
τυφλοί μελετούσαμε το φως στις στάχτες των “άλλων”…


Φαντάζομαι, το ποτάμι δεν περιμένει ούτε για λίγο
και στα νερά του κυλάει η καρδιά μας γυμνή
δίχως φρόνηση μα και δίχως ενοχή
φαντάζομαι, το μέτρημα των αστεριών
μοιάζει ένας ύπνος βαρύς το μέτρημα των αστεριών…

29.5.09

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ(..Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΚΑΙΩ)

…Δως μας μια ευκαιρία Ύψιστε
και εμείς θα κάνουμε τα υπόλοιπα,
και εμείς θα σωθούμε απ’ τα υπόλοιπα…
θα βρούμε την άκρη σαν την άκρη
στην άκρη του γκρεμού… μη Γένοιτο Κύριε…
ταπεινά σκύβω στων ανθρώπων
την ιδιοτελή αξιοπρέπεια,
στον πλανήτη μας δε ζει κανένας,
από αιώνες τώρα κανείς δεν είναι από δω..
θα Σ’ εγκαταλείψω , Κύριε,
στη λήθη που σεληνιάζεται σε οάσεις
και σε ανεμοστρόβιλα κύματα φωτός,
θα Σ’ εγκαταλείψω σε πόλεις
που μόλις έχουν ανάψει για σωτηρία οι ψυχές
σε παραδείσιους ορίζοντες δραπέτης
θα “ μαι πέρα από όνειρα δραπετών
και σε αναίτιο κλάμα
θα καταλάβω τα πάντα απόβλητος και γυμνός,
θα Σ’ αφήσω την ώρα που ο αέρας
σαν ηλεκτροσόκ θα με ραίνει με λόγια και μουσική
γονυπετής θα προσκυνώ βλέμματα
που αγκαλιάζουν τη ματιά των ανθρώπων
κοινωνούντων σε μεγάλες “μιαρές” πόλεις,
ακίνητων μες την αυτιστική τους σιωπή,
να λένε ό,τι θέλουν με
τα περίστροφα στη τσέπη και την αλήθεια καταγής…
καθώς θα τρέχει ο καιρός πυρώνοντας
με άφθονο κρασί το ερωτευμένο καλοκαίρι
γλυκοφιλώντας τις χαρές μας
που είναι χτισμένες
σε ένα κλοιό που διαρκώς στενεύει , Κύριε…

27.5.09

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΑΣΧΑΛΗ

…Δεν είσαι πια εδώ, φίλε, τετέλεσται…


Λείπεις τώρα που γράφω για σένα
κατά την ευαγγελική ρήση
”αφήστε τους νεκρούς με τους νεκρούς
και τους ζωντανούς με τους ζωντανούς”…
…ποτέ δεν έδωσες ιδιαίτερη σημασία
στις ευαγγελικές ρήσεις,
από μια άποψη μπορεί να έκανες και καλά
άλλωστε σθεναρά το υποστήριζες
πως το φως του ήλιου και η Γη
το φεγγάρι και οι άνθρωποι
με δυο λόγια η πραγματικότητα είναι η πιο γνήσια πατρίδα
..μόνο που τώρα εσύ δεν είσαι εδώ, στην πατρίδα, ξέρεις…
Παρούσα μόνο τούτη η σιωπή
“η πολυμήχανη σιωπή του σύμπαντος” όπως έλεγες
“που κάνει την καρδιά μας να ουρλιάζει” προσέθετα…
και κοίτα να δεις , εσύ στο τέλος
ούρλιαζες απ’ τον σωματικό πόνο
ενώ τώρα εγώ μηχανεύομαι στη σιωπή
δύο λόγια συνοδείας στο τελευταίο σου ταξίδι
και δεν είμαι καλός ούτε σε αυτό, να το ξέρεις, φίλε…
Υπήρξες οξύ πνεύμα που αγάπησε ολόψυχα τη ζωή
και ωστόσο ήσουν δοσμένος ειλικρινά σε ανώτερες ιδεολογίες
ή για να το πω αλλιώς , ζούσες τον κόσμο
σαν το πεπρωμένο του να είναι ανεπανάληπτα και δικό σου,
ακραιφνής ήσουν θαυμαστής του λόγου
πιστεύοντας ωστόσο ότι μόνο όταν ο λόγος μεταρσιώνεται σε πράξη
τότε ποιητική ελευθερία γίνεται το βίωμα,
γι αυτό και η περιπλάνηση σου στη ζωή δεν ήταν μόνο από περιέργεια
αλλά υπήρξε και ένας βαθύς σεβασμός συγχρόνως στην πλάση και την ουτοπία…


…Τώρα πια ,φίλε, έχεις βουλιάξει στον μεγάλο ύπνο
αφήνοντας περήφανα πίσω σου μια άσπρη γραμμή στον ουρανό
…γνώριμη έστω για λίγο η ψυχή σου,
θα κατεβαίνει τις νύχτες τα σκαλοπάτια του ουρανού
τις νύχτες που η ζωή θα ονειρεύεται το μεγάλο μεσημέρι
θα με παίρνει απ’ το χέρι
δείχνοντάς μου νέα μέρη
ουράνια τόξα, απέραντες εκτάσεις φωτός
που κάνουν τους ανθρώπους να βγάζουνε φτερά
με μια ανήλεη δύναμη να τους σπρώχνει προς τα πάνω…
..πήγαινε,δε θα το μετανιώσεις…


..και τούτες εδώ οι αράδες ικανές δεν είναι να πουν
παρά μόνο πως θα σε θυμάμαι πάντα…


Καλό ταξίδι,φίλε…

11.5.09

ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΧΑΡΗ ΒΟΥΙΖΕΙ ΜΕΣ' ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ

Ευλογημένος
ο τριγμός του σκοταδιού που κάνει
τους ποιητές να “γυμνάζουν” με λέξεις
τους θλιβερούς τους ορίζοντες
και τους ιδρωμένους ανασασμούς
στα βραδινά ραντεβού φεγγαρολουσμένων εραστών
να φτάνουν στα άστρα…
Ευλογημένο
το μαύρο που κυκλώνει τη ψυχή μας
κεντρίζοντας τις σκληρές προσευχές μας
σαν πύρινο παράγγελμα
”καιρός να ζήσουμε, καρδιά μου, έφτασε η ύψιστη ώρα”…
Ευλογημένος
ο παροξυσμός του πόνου μας
που διαπερνά ως εκ’ θαύματος το χώρο και το χρόνο
γκρεμίζοντας πόλεις χτισμένες στην απουσία του φιλιού
και μας περιμαζεύει πάντα στις φτερούγες του
εξουθενωμένους και… ταπεινούς…

9.5.09

ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ποιητές, πώς σβήνετε πικροί ξενιτεμένοι!

Κ.Καρυωτάκης

Μικροί ήρωες ,σύντροφοι του κυκλώνα,
που εγκαταβιώσαν σε μεγάλες συμφορές
κάποτε φιμώσανε με καμπάνες φωνές
τους δρόμους προς τα άγρια μελλούμενα
και από τότε ξεψυχούν στην άσφαλτο γυρεύοντας τη φωνή τους
…για την ακρίβεια τούς μέτρησαν με λάθος μέτρο
πίσω απ’ τα μάτια τούς μέτρησαν μια ωραία πρωία με άλλα μάτια
στο συναπάντημα εκδίκησης και στάχτης
τις ώρες που πεσμένα τα ροδόφυλλα στο χώμα
ποδοπατούνται από “ανήσυχους ευυπόληπτους” πολίτες…

…και δίχως μια στάλα ουρανό στα βλέφαρά τους
τρικλίζοντας πήραν το δρόμο που ολοένα ανεβαίνει μέχρι εκεί
που αδέσποτες οι νύχτες ζωντανεύουνε το σκοτάδι
με αλήθειες που σφηνώνουν στα πιο όμορφα ψέματα
με καρδιές εραστών που ξηλώθηκαν από σπαρακτική αγάπη
…σε μυστικό δείπνο τώρα πια αιώνια συναγμένοι…

7.5.09

ΧΑΜΟΓΕΛΟ(... ΜΕ ΔΥΟ ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ)

Γυμνή στο μπαλκόνι…
δοσμένη πάντα στου χρόνου το παράφορο ψιθύρισμα
παίρνει νοερά τη λεωφόρο μέχρι τη Γη της επαγγελίας
εκφέρει με ανάσα καυτερή
τον ανέφικτο λόγο των πουλιών
που πετούνε πάνω απ’ τα
αστικά κάτεργα
σύγχρονες τραγωδίες
δίχως στέγη και πόθους
…τόσο όμορφη σα γιορτή με φώτα
δεν ντρέπεται τη σεμνότητα
δεν έχει τίποτα να κρύψει
προτιμά απλά την αγάπη μέσα στη γύμνια
απεριόριστη και ελεύθερη
όλο ξεχνά ονόματα…γυμνή στο μπαλκόνι…

30.4.09

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΙΑΖΕΙ(…ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ)

Ένα ποίημα μοιάζει με βολική τύψη
δαγκώνει το νου μα εκείνος δε μετανιώνει
σβήνει για λίγο τα φώτα του θεάτρου του
και έτσι στο παρασκήνιο κατρακυλάει
γιατί εκεί εγκαταλελειμμένο έχει μυστικό πως δεν είναι μονάχος
πως πίσω απ’ το ανάθεμα χαράζει μια μυροφόρα ρίμα
ένα ποίημα μοιάζει με πεταλούδα
στεκάμενη στην άκρη του γκρεμού
με καμένα τα φτερά
να ματώνει ψάχνοντας τις εκβολές του ήλιου…
…και ποιος απ’ όλους το ένιωσε αληθινά να συμβαίνει
πως μοιάζει η ζωή σαν ποίημα γραμμένο με μαχαίρι…

28.4.09

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ(..ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ..)

Ένα τραγούδι αθάνατο σκεπάζει τούτη την πόλη
σαν έναστρος ουρανός ταπεινόφρων σαν παιδί που όλο ρωτάει
προς τα πού τραβάνε του κόσμου οι φυγάδες
και εκείνοι πάντα να πλησιάζουν
χωρίς ποτέ να φτάνουν στο φλεγόμενο λιμάνι
γνωρίζοντας επακριβώς πως θα ‘ρθει κάποτε μια μέρα
που θα μισήσουν να αγαπούν
σβησμένοι απ’ της μοίρας τα ισόβια μέλη
θα θυμούνται ακόμη το άρωμα μας
αγκυροβολημένοι πια στα πέρατα
θα πλησιάζουν πότε πότε περπατώντας πάνω στη θάλασσα
και θα μοιάζει σα να θέλουν να μας πουν
πως έπρεπε να φύγουν μακριά
πως για ό,τι μονάχα αξίζει να πονούν
είναι μια νύχτα με πανσέληνο
που μάτωσαν αναστημένοι
καθώς κοίταζαν υπέρλαμπρο το αστέρι…

5.4.09

ΚΑΛΩΣΗΛΘΑΤΕ(..ΡΗΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΙΩΣ ΑΝΕΚΛΑΛΗΤΑ)

Καλωσήλθατε και απόψε στον τόπο σας
με σκέψεις αόριστες εσείς τρεμάμενες ψυχές…
η αλήθεια επιμένει να παίζει με σας
μαθητεύοντας στου δειλινού την άσωτη στοργή
αποκαλύπτοντας με ένα φύσημα το γυμνό της θαύμα…
μα δεν είστε άλλοι αγαπημένες ψυχές
είστε μισή πατρίδα για τον ουρανό
και μισή ξενιτιά για τον κόσμο
ντυμένοι την αξιοπρέπεια
όπως οι εποχές τη Φύση
όπως μονολογεί μια Τέχνη ρήματα ανεκλάλητα
αστραποβόλα καθώς εκτίθεται στα φώτα της σκηνής…

14.3.09

ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ(…ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ)

Σε φιλόξενους τεκέδες ανύποπτο και πάλι σε βρίσκω
να ψάχνεις τον επιούσιο τον οίνο που σε στέλνει
να τραυλίζεις “γυμνός” στίχους πανώριους της στιγμής
να καταλάμπεις σε ακατοίκητες ψυχές που κλαίνε σκυφτές
να διασταυρώνεται η ματιά σου με δεκάδες άλλες ματιές
παραδομένες ολόγυρα σε μια έρημο πόνου
που ερίζουν με πολύτιμα πετράδια λησμονιάς
“όσο μακρύτερα στη ζωή τόσο βαθύτερα στην κοιλιά του κήτους ”
μα εσύ κρατώντας αγαπητικά ό,τι αξίζει να ειπωθεί μετά το τέλος των φαινομένων
περπατάς με ολόγιομα φεγγάρια μάτια
στις γειτονιές των λερωμένων καρδιών
ξεπλένοντας στα παγκάκια τα άσωτα “βαρυσήμαντα” νέα τους…

στον κόμπο τούτων των στιγμών που σφιχτοδένεσαι με την πλάνη
δώρο ακριβό είναι η σιωπή που επαναληπτικά παράγει η γνώση
πως αναρριχόμενος μονάχος το δέντρο της ζωής αξιώνεσαι
να σε συντρέχει η ροδαυγή
με το θεάρεστο χρησμό της πεταλούδας… ΑΝΟΙΞΗ…

11.3.09

ΤΟ ΒΑΛΣ(...ΣΤΑ ΕΝΔΟΞΑ ΣΥΝΝΕΦΑ)

Ποιήτρια , γράψε σαν αγάπη μεγάλη ως κάτωθι:

Μάταια για χρόνια νόμιζε πως τον χωρά το φως
πως σε λυγμούς ακροατηρίων ”θέλουμε και άλλο απ’ το αίμα της Τέχνης”
εκείνος θα ήταν ένας λυτρωτικός στεναγμός
μέσα στο ανοιξιάτικο κατάλοιπο που αφήνει το πένθος του χειμώνα
μέσα στο πιστόλι του νου αδιέξοδων από καιρό εραστών
…πνίγει τα λόγια των αθάνατων στο κλάμα της Σελήνης
μονολογεί με στίχους φάρμακα την άρρωστη ζωή
τραγουδώντας ωστόσο μιαν άλλη εποχή
ξεγελά τα σύννεφα τα ένδοξα με παραισθήσεις
και με φλόγες ντύνει τους άσωτους μεθυσμένους λογισμούς…

Στην άκρη της πόλης είναι μονάχα αυτός
στην επανάληψη του αιώνιου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ ταξιδεύει
χορεύοντας στους παγωμένους καιρούς το βαλς μόνος γιατί εκείνη δεν ήρθε ποτέ…

5.3.09

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΑΣ ΒΕΛΓΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ...

…Μια κατά βάθος παροπλισμένη από καιρό “φωτιά”
κλαίει με μανία βαθιά στην έρημο της άνυδρης “σκέψης” της
θυμίζει μοίρα αυτοκαταδικασμένη σε φτηνή ζωή
μεταλλάσοντας την αίσθηση της νύχτας
σε χωνεμένο υπόλειμμα γρήγορης επαίσχυντης ηδονής
ικετεύοντας να συνομολογηθεί
ελέω παγωμένων “σπιθών”
–ομοιώματα κέρινα αυλικών στο κρεματόριο ατελέσφορων ευσεβών πόθων να “γράψουν” έστω με το δάχτυλο μια φλογισμένη λέξη, έστω στο περιθώριο των ολοσδιώλου ασήμαντων στιγμών τους -
πως είναι τάχα “φωτιά”…
…με διάφορα γελοία τρικ αυτοπαγιδεύεται σαν παιδάκι που στο βάθος στη γαλαρία στο σβησμένο του ανίκανο "στοχασμό" χαμένο σκορπίζει καραμέλες κουκλοθέατρου…


Σημείωση του μεταφραστή
Οι λέξεις στα εισαγωγικά υποδηλώνουν ολοκληρωτική ανικανότητα…

2.3.09

ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

...Μιλούσε για τη γνώση, την ονόμαζε
την πρώτη αδυναμία των ανθρώπων.
'Μα θα μιλήσω απόψε κι' ας με δέσουνε,
ξέρω τα μυστικά των άγιων τόπων!...

Μ.Πολυδούρη


Ιστορία εφάμαρτη – τη νιώθει το πετσί μου - από καταβολής του κόσμου
γενεσιουργός είναι αιτία μαζί
και ύστατος πειρασμός στη Τέχνη του μυαλού...
λόγω τιμής ήμουν σε αυτούς τους τόπους
συντροφιά θαρρώ με χιλιάδες εξαπτέρυγες φωνές
σφραγίδες άλλου κόσμου
οριστική έκσταση στο παράξενο -το σέβομαι και το αγαπώ
γιατί μοναχά αυτό τίμια στέκεται απέναντι μου- ήταν …

μιλούνια οι ” έξυπνοι” ολούθε γύρω μπαζώνουν το κενό με γνώση
τόσο εύθραυστη σαν artista που ωστόσο πιάνει τα μηνύματα
και κρατάει καλά τούτο το πανδαιμόνιο “γρηγορείτε …επί Γης Πόλεμος μα στους Ουρανούς Ειρήνη…”
και όταν ντρέπομαι που δίπλα τους καθημερινά
ακόμη πρέπει να υπάρχω
δε τους φοβάμαι όμως θέλω να γλιτώσω
γιατί οι άνθρωποι αν και
κατά βάθος θέλουν κάτι ιερό, κάτι που εξευγενίζει
στα ρηχά πνίγεται το δικό τους άστρο…

μα πίσω απ’ τις σκιές δεμένος
είμαι με γλυκό φιλί σημάδι προσφυγιάς στο μέτωπό μου
και με εκατοντάδες τύψεις αγκάθια στο νου καλωσήλθες λέω:
δως μου πάλι το φως μου με λάσπη
από εκείνο το περβόλι με τις ελιές στους άγιους τόπους….

28.2.09

Όσο η ψυχή τεντώνει...

(Επαναδημοσίευση)


Με τα φτερά κολλημένα στους ώμους του ανέμου
σε πορεία ανεστραμμένης λογικής ,λογικής ονείρου,
γιατί όλοι εκείνοι μας πετάξαν στη φωτιά,
οραματιζόμαστε στις καταιγίδες μια πατρίδα…

χαλάσαν τα ποτάμια κράζει η Αποκάλυψη,
στέρεψε το κρασί μας ,χολή έγινε φυλαγμένη στα σωθικά τους
μα πίνουμε απ’ το αλήτικο των πουλιών τραγούδι…

οι τροχιές μας υπόγειες είναι διαδρομές,
μα είναι μεταξένιες οι οφθαλμαπάτες και δόξα τα ουρλιαχτά
γιατί αγαπήσαμε μια αλλιώτικη ζωή…

και όσο ξενυχτάμε με μια δύναμη χωρίς κανόνα,
που έγινε ένα με μας -μια απαλό το σκοτάδι σαν ακύμαντη θάλασσα εντός μας
και μια σαρώνει σα μανιασμένος σεισμός -
ξέρουμε όμως καλά πως άδολα είναι μόνο εκεί που ξημερώνει
και όσο το τόξο της ψυχής τεντώνει
τα βήματα των άστεγων ,των φτωχών και όλων των πεινασμένων
τα τραγουδούν με περηφάνια οι ποιητές:
“ Καταραμένοι οι τρομαγμένοι και οι δειλοί
γιατί πρώτοι ανακαλύψαν την Αμερική”

Αφιερώνεται στην Παρασκευή

25.2.09

..ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΕΥΧΗ...

Είναι και εκείνο το σπάνιο είδος ανθρώπων
που ανοίξαν τα μάτια σαν άλλα φτερά
το απόλυτο να αντικρύσουν σκοτάδι
και με ένα salto mortale βουτήξαν σε αυτό
με την ελευθερία γραμμένη στο άρμα της θυελλώδους ψυχής τους
κρατώντας μοναχά στα χείλη
την ευχή της μάνας Γης
... εκείνη που τραγουδούν τα παιδιά και οι γέροι:
“Μέχρι να ξημερώσει αστέρια πορφυρά
θα ‘ ναι το λίκνο μου
και ταπεινά ο μεγάλος ουρανός
θα σκύβει στη ψυχή μου γνωρίζοντας πως σε λίγο ούτε στο όνειρο
μα ούτε εδώ θα βρίσκομαι εγώ”...

23.2.09

ΟΝΕΙΡΟ ΜΩΡΟΥ(..ΣΑΝ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΧΡΥΣΗ)

...εσύ ψυχή που αντέχεις να καείς
μέσα στη νύχτα του κόσμου αιώνια λυπημένη
δες...ένα πεφτάστρο σε πλησιάζει τώρα πριν σκεφτείς
ότι κουράστηκες να ζεις στην αθωότητα χαμένη...

θυμήσου...η δική σου γειτονιά δεν έχει κρύο ούτε ερημιά
στοχαστικά αναδύεται το φως εκεί
καθώς αστράφτει η προσευχή σε μια γωνιά
του νου σαν σπίθα τόση δα μικρή
και ανάβει μεγαλύνοντας τον αγαθό σπόρο
του χάους μια "εκδίκηση" φοβερή
πως στοιχειώνει λέει ο θάνατος του αθώου το χώρο
σαν όνειρο μωρού και πεταλούδα χρυσή....

19.2.09

Σκιώδης Γενιά

Οι λύπες που μάς φόρτωσαν
καθρεφτίζονται στα μάτια τους
σαν πολυκαιρισμένες εκδικήσεις
oι έρωτες και τα παιχνίδια
σε ηλιόλουστα ξέφωτα ξεχαστήκαν
το στήθος μας τώρα πυροβολούν χιλιάδες παραλογισμοί
…ματωμένοι οι γάμοι μας με τον κόσμο...
έγινε η αλληλεγγύη απολίθωμα
στις παλάμες της νέας εποχής
το μίσος έγινε λιμός
όλα έγιναν φόβος
και κεραυνοί ξιπασιάς σε πυκνοκατοικημένες πόλεις
τζογάραμε στην αφθονία
και κερδίσαμε μια αιώνια καρμανιόλα....

ο κόσμος μια αχανής πυριδιταποθήκη
με το μερίδιο της ατομικής φρίκης και του τρόμου
να εξαργυρώνεται κάθε μέρα με κάμποσα ευρώ…
στα νυχτερινά μπαράκια
αδιέξοδα συνωστισμένα τρύπια ποτήρια
καταπίνουν λιπόθυμες φάτσες και μάτια θολά
δενόμαστε στο κενό για τα καλά πουθενά καλύτερα παρά εκεί
και δεσμώτης ίλιγγος θεραπευτής
ένα γρήγορο “ανέξοδο συναισθηματικά” σεξ
-ετοιμάσου να μπεις και εσύ σε αυτό το χορό-
να “σαι κομμένος στα δυο
πρίγκιπας και ζητιάνος
με τέρμα το γκάζι μα αναιμική ψυχή
ούτε πόνος ούτε χαρά…

οι ιδέες μας όμως θα ξηλώσουν τις στέγες
εκείνων που σχεδιάζουν χωρίς εμάς
ιδέες προορισμένες να ξεσκίσουν το μυαλό τους
ιδέες που δε θα καταναλωθούν σαν σάπια κρέατα
παρά θα ενσωματωθούν στις απαγγελίες
που θα κάνουμε τις νύχτες που θα κοχλάζει μέσα μας ο οδυρμός
Εν αρχή είναι ο Λόγος, αδέρφια...Εν αρχή είναι η ποίηση...

14.2.09

ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΗ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗΛΗ...

Μια φορά έδωσες αληθινή αγάπη
Οι άλλες φορές ήταν ημίμετρα...

Πιο κοντά στην κορυφή δεν υπήρξε
με επισφαλή υγεία τώρα πια...

Σε τσακίσαν βλέπεις της υπερβολικής καλοσύνης οι επιβουλές
στη ζωή ζωή γιατί κάθε στιγμή με εγκαταλείπεις κραυγή σου
ψυχορραγεί τώρα ο Παράδεισος...

Ξενυχτάς ατενίζοντας τον ουρανό της ποίησης
που κατεβάζει όνειρα ανακατεμένα με αίμα
πιστεύοντας πως στο Γολγοθά του νου
μόνο η αρετή ανακουφίζει απ' την παράνοια...

Μα παραδόξως η ψυχή του κόσμου ποτέ δε γερνά
σε τρύπια ταμπούρλα ο ρυθμός της ανάβει
τώρα που το πνεύμα σου ζεσταίνεται
και το περιδιαβαίνουν στίχοι σαν κορίτσια στις παραλίες...

Και με τα μάτια υψωμένα στα χαη
βλέπεις άντρας-γυναίκα η πιο εύθραυστη σχέση-εύκολα σπάει...

Στα χέρια το ξυράφι τρέμει
...κανείς δεν αλλάζει αλλά μη το παίρνεις σοβαρά...

Καιρός για περισσότερη δουλειά και δημόσιες σχέσεις,
βάλε λοιπόν χωρίς αντιρρήσεις τον ώμο σου στο τροχό της αφθονίας ,της παραγωγής
μέχρι να κατέβει για τα καλά ο νους στο στομάχι και στα αχαμνά...

Του χρόνου οι αλυσίδες τα πόδια σου σφίγγουν
το μίσος είναι το καζάνι που όλοι βράζουμε...

Θυμήσου: xιλιάδες πλανήτες έβγαιναν απ' την τροχιά τους
την ώρα που το Αουσβιτς έκλεινε τις πύλες του...
βασανισμοί αθώων ανθρώπων
που στοιχειώσαν ακατοίκητους πλανήτες...

...Κοπάδι δαιμόνων τα γραπτά σου
που ξεβράζει του Ατλαντικού το άγριο κύμα...

...και εκείνη τις νύχτες σκαλίζει το σκοτάδι
λουσμένη φως και σε πλησιάζει σκυμμένη και βουβή
με τα λυπημένα δάχτυλά της να δείχνουν
γκρεμισμένο τον oυρανό....

12.2.09

ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ(…ΠΛΑΣΜΕΝΗ ΑΠ΄ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ)

Γλένταγε τον πόνο στο ποτό
και έπειτα τον έπνιγε σε μια σκληρή προσευχή…
ο νους της χρόνια τώρα πεταμένος στα σκυλιά της θλίψης...

…μια καλοκαιρινή γαλήνια νυχτιά
αφουγκραζόταν τα όνειρα της στο στήθος δεμένα
σαν πουλιά που ποθούν να πετάξουν
σε πτήση ασύμβατη με το χθες και το μετά...

...να πετάξει στους αρραβώνες της ψυχής
με μια ταξιδιάρικη αδάμαστη ζωή
που στροβιλίζεται λάβα πετώντας στις σιωπές
καίγοντας λύπες δυνατές
ώσπου -το νήμα της ψυχής ζώσσας σπαράσσοντας στο φως-
το εγώ της να αλλάξει, να γίνει εμείς,
και βολτάροντας πάνω στα σύννεφα της Γης
ερμηνεύοντας τους καιρούς με κώδικες αλαργινούς,
του απείρου την μακαριότητα να αγγίξει...

7.2.09

Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ(...ΡΩΤΑΕΙ ΑΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ)

...Λιπόψυχη η ανάσα του που αφήνεται
να πετάει πάνω απ' την αρπακτική σκήνη
με ελαφρές σαν του ανέμου τις ριπές
καθώς περνά απ' τις φυλλωσιές κινήσεις...
Πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά του
κάθε που συντονίζεται
με την παράλογη περιστροφή της Γης στο πουθενά...
Δέχεται κοσμικές δονήσεις
και θέλει να τις μοιράσει κομματιαστά
σε πελώρια κύματα αισθημάτων
σαν υποτροπές παράφορης αγάπης αδιέξοδων εραστών
ύψιστη έκφρασης ζωής τα βήματά του να αντηχήσουν
στο νου των θεατών σαν καταιγίδες εξέγερσης στης πόλης
τη γαλήνη....

6.2.09

ΚΟΙΤΑΞΕ ΠΩΣ ΔΥΕΙ (Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΜΙΑΣ ΣΚΕΨΗΣ)

Άνθρωποι φεύγουν... μέσα σε τρένα
στις πλατείες, στους δρόμους...
έχοντας δυσεπίλυτους φόβους
από κατά βάθος αισθήματα υπεροχής...
και τελικά νοερά καταλήγουν σε ταράτσες...
και από κάτω;..τουλάχιστον πιο ανώδυνο απ’ της ψυχής το κενό
... μα εσύ που κατα βάθος
θέλεις να κάνεις πάντα το σωστό
να αφήνεσαι στο δροσερό κατάλοιπο
μιας ανοιξιάτικης βραδιάς ή στο τραγικό χαρακτήρα
ενός ποιητή που έρπει στα χρόνια και ματαιοδοξεί...
βουλιάζοντας πασίχαρης σαν ήλιος στον ορίζοντα...

3.2.09

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΡΙΝΑ

Τώρα έρχεται η αγάπη, τώρα που τραγουδά η στιγμή
οι νότες της καλωσορίζουν στοργικά
όσα δεν προλάβαμε ακόμη να κάνουμε ζωή…
τρέξτε αδέλφια στης ποίησης τη μήτρα
γιατί με ουρλιαχτά μια μέρα θα απαγγείλουμε ποίηση
που θα αλλάζει τη ψυχή του κόσμου
ατέλειωτες θυσίες θα μοιάζουν εκείνα
στης αδιέξοδης μοίρας τη σήψη…
χωρίς φόβο χωρίς ντροπή μήπως
μελλοντικά παιδιά μας ρωτήσουν για αυτά τα ποιήματα-κρίνα
αν γίνανε αγγέλοι ή ερώτων θλίψη…

24.1.09

ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ(ΤΥΦΕΚΙΣΜΕΝΟΙ ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ)...

Μια ουτοπία ντύνει τη ψυχή
στα παλιατζίδικα το πανωφόρι της κρέμεται...
...στολίδια οι λέξεις...πότε πότε με αλληγορίες
πρόχειρα στημένες...μα πιο συχνά,ναι,πιο συχνά
τότε που η απαγγελία ποιημάτων ομαλά
κάνει της πλάσης τα εξογκώματα
και μυστικές οι ώρες που αυτά γεννιούνται
αναβοσβήνουν στο κάτωχρο απ' τις διαμαρτυρίες
πρόσωπό της ποίησης...και εξαπολύονται
με ταχύτητα φωτός εδώ και εκεί
να αποκαταστήσουν θέλουν την τιμή
χιλιάδων τυφεκισμένων συνειρμών
που ακτινοβόλησαν θαρρώ
αυτές τις λέξεις....

10.1.09

H Παρθενία της ελευθερίας

Χρόνια ολόκληρα έψαχνε σε εφήμερα σεντόνια
την παρθενία της ελευθερίας
κόχλαζε μέσα του τούτη η επιθυμία
και πύρωνε η προσμονή τη σάρκα του...
σαν στηνόταν στη ψυχή του θείος χορός
μούσες απαστράπτουσες με βλέμμα
επίβουλα θηλυκό κεντούσαν με φιλιά ερωτικά
μαλαματένια νοσταλγία στο πνεύμα του...
ώσπου μια νύχτα φεγγαρόλουστη που ανθοβολούσε
πειρασμούς αιώνιους και λίκνιζε καημούς
στα σιδερένια κρεβάτια της ηδονής
σε παθιασμένη συνεύρεση με την ελευθερία
έσπασε τον υμένα της και ξεπήδησαν
ρόδα σαν μύριες υγρές φωνές
έτοιμες να τραγουδήσουν την ουτοπία της...
και έγινε σιωπή στον κόσμο
και έγινε χαρά στον ουρανό
πυρίπνοες φωτοχυσίες σε μια ατμόσφαιρα
γιορταστική λάμπρυναν τούτη την ιερότατη
σμίξη και πουλιά πετούσαν πάνω απ΄τον
τόπο εκείνο κρατώντας στο στόμα τους
τα ρόδα τούτης της ματωμένης αγάπης...

SAVE OUR SOUL

Μέσα σε όλους τους χαμούς
ένας μοναχά μοιάζει ο πιο γλυκός..
Είναι στο σημείο που όσο φτάνει
εγώ απομακρύνομαι
στο βάθος που όσο αναδύεται
εγώ βυθίζομαι..

Το σημείο φτάνει και το βάθος
σχεδόν λάμπει στα χείλη του αφρού..

Τότε μια σιγουριά ρέει στο αίμα
πως μιας γυναίκας οι βουλές
σκοτεινών αγγέλων μοιάζουν προσευχές

στο επικίνδυνο θάυμα της Αγάπης...

Εκεί που βλασταίνουν οι αλήθειες...

Πάρε τη λεωφόρο του πάθους
ήρωες είμαστε του πιο παράλογου έρωτα
χαμένοι από καιρό...

Πάρε τη λεωφόρο του πάθους
και θα βρεθούμε μαζί θεατές
σε μια τρομακτικής αγάπης το σκηνικό...

Πάρε τη λεωφόρο του πάθους
αγγελοπρόσωποι επαναστάτες
σε ικριώματα καίνε της Γης το κακό...

Πάρε τη λεωφόρο του πάθους
ποιητές νυχθημερόν αναμετρόνται με το κενό...

Πάρε τη λεωφόρο του πάθους, μωρό
εκεί που βλασταίνουν πικρές οι αλήθειες
στεκόμαστε ανυπεράσπιστοι,ανυπόκριτοι
γυμνοί εσύ και εγώ...

Αντιφάσεις

Δεν είναι ποίηση αυτή
είναι βαρύγδουπες αλήθειες
καμωμένες από επιμελώς
κρυμμένες πρόστυχες λέξεις
είναι ονείρατα χρυσά που λαμποκοπούν
στο βάθος της νύχτας
είναι προφητείες καταστροφής
από ασυνάρτητες ναρκωτικές εκφράσεις
είναι χαρούμενα παιδιά
που οδεύουν στα λημέρια άγνωστων θεών
είναι κουραστικές μονότονες συνθέσεις
που αφιερώνονται σε εξαπατημένες πόρνες
είναι παλίρροιες ολοζώντανων αισθημάτων
που πνίγουν νεοσύστατες πόλεις
είναι φιλιά που αρμενίζουν
στο ηλιόλουστο γυμνό κορμί σου
είναι αιμοβόρες φωτιές που
κατασπαράσσουν μωρά
δεν είναι ποίηση αυτή.

...είναι συμμορία αγγέλων
που γλεντά στους ουρανούς
το τέλος της αγάπης μας...

9.1.09

Γλυκιά προσμονή..

Εκείνη..αφήνεται στην πιο γλυκιά προσμονή
τώρα που η νύστα προστάζει
μια καινούρια γιορτή
ονείρατα χρυσά λάμπουν
στο βάθος μιας καινούριας ζωής
τρυφερά πλησιάζουν
και χαιδεύουν..μια καινούρια πληγή;