19.1.10

Όσο (το τόξο) της ψυχής τεντώνει...

(Επαναδημοσίευση)


Με τα φτερά κολλημένα στους ώμους του ανέμου,
σε πορεία ανεστραμμένης λογικής , λογικής ονείρου,
γιατί όλοι εκείνοι μας πετάξαν στη φωτιά,
οραματιζόμαστε στις καταιγίδες τη γνήσια μας πατρίδα…


χαλάσαν τα ποτάμια φωνάζει γενναία η Αποκάλυψη,
στέρεψε το κρασί μας , χολή έγινε φυλαγμένη στα σωθικά τους,
μα πίνουμε απ’ το "αλήτικο" των πουλιών τραγούδι…


οι τροχιές μας υπόγειες είναι διαδρομές,
μα είναι μεταξένιοι οι οραματισμοί 
και δόξα οι ανυπόκριτες στεντόρειες φωνές μας
γιατί αγαπήσαμε αληθινή τη ζωή…


και όσο ξενυχτάμε παρέα με μια δύναμη χωρίς κανόνα,
δύναμη παράξενη που έγινε ένα με μας,
-και εάν όλοι εκείνοι επιπλέουν σα φελοί αυτό δεν είν' καθόλου θέμα
μα το σκοτάδι βαθιά και οριστικά- δυστυχώς- τούς έχει πνίξει,
μόνο το φως ακύμαντη κρυστάλλινη θάλασσα εντός μας

που όμως θα σαρώσει καίρια σα λυτρωτικός κατακλυσμός -
ξέρουμε καλά πως άδολα είναι μόνο εκεί που ξημερώνει
και όσο το τόξο της ψυχής τεντώνει
τα βήματα των άστεγων,των απόκληρων,
των φτωχών και όλων των πεινασμένων

τα τραγουδούν περήφανα οι ποιητές:
"Βαθιά δυστυχείς οι τρομαγμένοι και οι δειλοί
γιατί ανακαλύψαν -μόνο-την Αμερική.. "



Αφιερώνεται στη λατρεμένη Ελ. και την υπέροχη Π.

17.1.10

Όνειρο παιδιού(...Σαν πεταλούδα χρυσή)

(Επαναδημοσίευση)



{...}εσύ Ψυχή που αντέχεις να καείς

μέσα στη νύχτα του κόσμου αιώνια λυπημένη
δες, ένα πεφτάστρο σε πλησιάζει τώρα πριν σκεφτείς
ότι κουράστηκες να ζεις στην αθωότητα δοσμένη...


θυμήσου: η δική σου γειτονιά δεν έχει κρύο ούτε ερημιά
στοχαστικά αναδύεται το φως εκεί
καθώς αστράφτει η προσευχή σε μια γωνιά
του νου σαν σπίθα τόση δα μικρή


και ανάβει μεγαλύνοντας τον αγαθό σπόρο
του χάους μιαν εκδίκηση φοβερή
Π'ΩΣ  στοιχειώνει λέει ο θάνατος του αθώου το χώρο
σαν όνειρο παιδιού και πεταλούδα χρυσή{....}

16.1.10

Τότε που η χάρη "βουίζει" μες' τα αυτιά μας

(Επαναδημοσίευση)

Ευλογημένος
ο τριγμός του σκοταδιού που κάνει
τους ποιητές να “γυμνάζουν” με λέξεις
τους θλιβερούς τους ορίζοντες
και τους ιδρωμένους ανασασμούς
στα βραδινά ραντεβού φεγγαρολουσμένων εραστών
να φτάνουν στα άστρα...


Ευλογημένο
το μαύρο που κυκλώνει τη ψυχή μας
κεντρίζοντας τις σκληρές προσευχές μας
σαν πύρινο παράγγελμα:
”καιρός να ζήσουμε, καρδιά μου, έφτασε η ύψιστη ώρα”…


Ευλογημένος
ο παροξυσμός του πόνου μας
που διαπερνά ως εκ’ θαύματος το χώρο και το χρόνο
γκρεμίζοντας πόλεις χτισμένες στην απουσία του φιλιού
και μας περιμαζεύει πάντα στις φτερούγες του
εξουθενωμένους και… ταπεινούς…

14.1.10

Εμβόλιμες σκέψεις

(Το παρακάτω κείμενο δεν απευθύνεται στους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου, τους οποίους αισθάνομαι ότι πάντα και όσο γίνεται τιμώ.)

     Ας μου επιτραπεί να προσπαθήσω με κάθε ειλικρίνεια να κάνω κάποιες σκέψεις για την κατεξοχήν βολική θέση που ορισμένοι νομίζουν αυθαίρετα πως κατέχουν , εντελώς όμως καταχρηστικά (με το έτσι θέλω), θέση αδιόρατης εν’ πρώτοις μα ιδιαζόντως σκοτεινής (διακριτικά μισαλλόδοξης) κριτικής απέναντι σε κείμενα νεότερων ανθρώπων, και να εκφράσω δύο τρία λόγια για την περίπτωση αυτών που αυτοαναγορεύθηκαν τουλάχιστον αυθαίρετα σε αυτή τη βολική ,όπως νομίζουν, θέση. Διότι το βολικό εν’ πρώτοις φαίνεται συνώνυμο, αν δεν μοιάζει να ταυτίζεται, με το ωφέλιμο πνευματικό και παραδομένο από προηγούμενες γενιές, με το ωφέλιμο παραδομένο που καλώς καλά κρατεί και εγγυάται –όσο γι’ αυτό δεν γίνεται λόγος – μια συνέχιση της πορείας μας στη στέρεη βάση μιας ή περισσότερων ουσιαστικών συνεκτικών ιδεών (όπως η παράδοση ενός έθνους με όλα τα εθιμοτυπικά-πολιτιστικά και τα θετικά αξιακά στοιχεία της εγγυάται , ή τουλάχιστον προωθεί καλώς τη συνέχειά του.)


Το εν' λόγω βολικό λοιπόν φαίνεται συνώνυμο , από άποψη προθέσεων,με το από παλαιότερες γενιές ωφέλιμο παραδοτέο , αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ,που εξετάζω, υποκρίνεται πως είναι. Και με πολύ μαεστρία (Τεχνηέντως) μάλιστα προσπαθεί να επιβληθεί ως “ωφέλιμο”. Και ενώ το ωφέλιμο παραδοτέο έχει εμπόνως και ορθολογιστικά φιλτραριστεί (και καθημερινά , έστω και σιωπηρά, φιλτράρεται –και πρέπει- απ ‘όλους μας), αντιθέτως το βολικό "στίβει το κουνούπι και καταπίνει την καμήλα". Μεγεθύνει σκόπιμα, υπερβαλλόντως (και διακαώς) τις όποιες ατέλειες -στην έστω προσπάθεια- εκφοράς ποιητικού λόγου από αρκετά νεότερους ανθρώπους, ατέλειες που αναμφισβήτητα και αναπόφευκτα υφίστανται, καθώς όμως αποσιωπά σκόπιμα το βαθύτερο και ουσιώδες μήνυμα τους (ενώ το έχει πιάσει καλά) και αποπειράται (ευτυχώς ανεπιτυχώς) να πνίξει αυτό το μήνυμα βαφτίζοντάς το –πάντα υπαινικτικά μα τελικά πάντα ανεπιτυχώς-με οποιεσδήποτε κυριολεκτικά στο πόδι και εκ’ του προχείρου “εμπνευσμένες” μεταφορές και αντιπαραβολές, δήθεν διδακτικές.
Αλλά, από ποίον διδακτικές;Ή μήπως, το συγκεκριμένο βολικό, προτάσσοντας έναν ολωσδιόλου στείρο(και το ξέρει καλά) δογματισμό περί “νικηφόρων αλλά και ανεπιστρεπτί περασμένων ποιητικών μεγαλείων της χώρας μας” νομίζει ότι θα αποθαρρύνει τους νεότερους απ’ την –κατά το δυνατόν- ενεργή ενασχόληση με την πανέμορφη όσο και δύσκολη υπόθεση της ποίησης; Μάλλον πρόκειται για εξεζητημένο αστείο τούτη η στάση του. Διότι εάν τούτο το βολικό έπαιρνε περισσότερο στα σοβαρά τον εαυτό του θα τον υποχρέωνε συγχρόνως και πρώτα απ’ όλα έμπρακτα (και οι τρόποι γι’ αυτό είναι πολλοί) σε μια αποτίμηση και των δικών του λογοτεχνικών προσπαθειών(όσες διαθέτει.)


Οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει κείμενά του εν' λόγω βολικού… Και ο σεβασμός και μόνο προς την προσπάθεια (και το γεγονός ότι ανήκει σε παλαιότερη γενιά) αξιώνει την μη έκφραση καθοιονδήποτε τρόπο γνώμης γι’ αυτά. Ωστόσο , όταν τα απολύτως απαραίτητα όρια παύουν να γίνονται σεβαστά τότε το αναφαίρετο για όλους ανθρώπινο δικαίωμα για αξιοπρέπεια γίνεται επιβεβλημμένη υποχρέωση (ακόμη και όταν το “κακo-βολικό” ανήκει σε περασμένη γενιά).




Υ.Γ: Για μία ακόμη φορά ζητώ συγγνώμη απ' τους αναγνώστες τούτου του ιστολογίου για την "ανατροπή" της ροής των κειμένων σε αυτό το ιστολόγιο.Κρίθηκε όμως απαραίτητη και εμβόλιμη.

Υ.Γ 2 (Προστέθηκε στις 15/01/-"Σε μια άλλη προσθήκη"): "Δεν είναι πια τραγούδι αυτό,δεν είναι αχός ανθρώπινος.Ακούγεται να φτάνει σαν τελευταία κραυγή,στα βάθη της νυχτός,κάποιου που "χει πεθάνει."   K.Καρυωτάκης
Απ' το ποίημα "Kριτική"




Κωνσταντίνος

13.1.10

Μετάφραση ποιήματος του T.S Eliot

(Σημείωση του μεταφραστή: Υποχρεούμαι να μην παραθέσω, σε τούτο το ιστολόγιο , αυτούσιο το συγκεκριμένο ποίημα του T.S Eliot. Υπάρχουν ωστόσο συγκεκριμένοι ιστοχώροι (με κατοχυρωμένα τα πνευματικά δικαιώματα) όπου και παρατίθεται αυτούσιο (στην Αγγλική γλώσσα) το ποίημα αυτό. Ωστόσο, ας σημειωθεί πως ό,τι καλό ακούγεται στο ποίημα αυτό οφείλεται στον ποιητή Eliot, και εάν βεβαίως κάτι ηχεί παράφωνα οφείλεται στον υποφαινόμενο και ζητεί συγγνώμη.)



The Love Song of J. Alfred Prufrock - T. S. Eliot




[..] Πάμε μαζί λοιπόν, εσύ και εγώ,
όταν το απόγευμα ξεχύνεται
στους ουρανούς,
σαν ασθενής που εισπνέει
αιθέρα πάνω από ένα τραπέζι,
πάμε , μέσα από συγκεκριμένους
μισοερειπωμένους δρόμους
με γκρινιάρικες υποχωρήσεις
κουρασμένων νυχτών
που καταλήγουν σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
και σε γεμάτα πριονίδια
και σκόνη εστιατόρια
με ράφια από στρείδια,
δρόμοι που ανοίγονται
σαν κουραστική διαμάχη
μια μάλλον τυχαίας πρόθεσης
που θα σε οδηγήσει
σε μια συντριπτική ερώτηση…

Ω , μη ρωτάς «τι είναι;»
άσε να πάμε , άσε να πάμε…

Πάμε λοιπόν, εσύ και εγώ,
όταν το απόγευμα
ξεχύνεται στους ουρανούς
σαν ασθενής που εισπνέει αιθέρα
πάνω από ένα τραπέζι,
πάμε, μέσα από συγκεκριμένους
μισοερειπωμένους δρόμους
με τις μουρμούρικες υποχωρήσεις
κουρασμένων νυχτών που κουρνιάζουν
σε μιας νύχτας φτηνά ξενοδοχεία
και σε γεμάτα πριονίδια εστιατόρια με ράφια από στρείδια:
δρόμοι που ανοίγονται σαν κουραστική διαμάχη
μιας ανομολόγητης αλλά μάλλον τυχαίας πρόθεσης
για να σε οδηγήσουν σε μια συντριπτική ερώτηση:

“Που πάμε;;”, μη ρωτάς , άσε να πάμε, …να πάμε…

Μέσα στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται
συζητώντας για τον Μικελάντζελο.

Η κίτρινη σκόνη που τρίβει την πλάτη της
πάνω στα τζάμια των παραθύρων,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει τη μουσούδα του
πάνω στα τζάμια των παραθύρων
γλείφοντας τη γλώσσα του
στις γωνιές του απογεύματος ,
παρατεινόμενος στις λιμνούλες
που στέκονται μέσα στους οχετούς,,
και αφήνει να πέφτουν στην πλάτη του
οι καπνοί που βγαίνουν απ’ τις καμινάδες
γλιστρώντας δίπλα στις ταράτσες,
κάνοντας ένα ξαφνικό άλμα,
και βλέποντας ότι ήταν
μια απαλή νύχτα του Οκτώβρη,
κουλουριάστηκε μια φορά παντού στο σπίτι,
και αποκοιμήθηκε.

Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για τον κίτρινο καπνό που γλιστρά
κατά μήκος του δρόμου,
τρίβοντας την πλάτη του
στα τζάμια των παραθύρων
θα υπάρχει χρόνος , θα υπάρχει χρόνος
για να προετοιμάσει ένα πρόσωπο
να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς,
θα υπάρχει χρόνος
για να δολοφονήσει και να δημιουργήσει,
και χρόνος για όλες τις δουλειές
και μέρες των χεριών σου
που σηκώνουν και ρίχνουν
μια ερώτηση πάνω στο πιάτο σου,
χρόνος για σένα και για μένα ,
και ακόμη χρόνος για εκατό αναθεωρήσεις,
και για εκατό οράματα και επαναλήψεις,
πριν από το πρωινό με καφέ και τοστ.

Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για να αναρωτηθείς "Τολμώ;" , "Τολμώ;"
χρόνος για να γυρίσεις πίσω
και να κατέβεις τις σκάλες
καθώς εγώ με ένα φαλακρό spot
στη μέση των μαλλιών μου θα τρέξω ξοπίσω σου,

-Θα πουν: Πώς αδυνάτισαν
και αραίωσαν έτσι τα μαλλιά του;-

Το πρωινό μου παλτό,
και το κολάρο μου σφιχτοδεμένο
μέχρι το πηγούνι μου,
Το κοστούμι μου φίνο και ταπεινό,
αλλά θα πουν : “Πως αδυνάτισε έτσι;”

…Για σκέψου , τολμάμε
να ενοχλήσουμε το σύμπαν;

Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
για αποφάσεις και επαναλήψεις,
όπου αυτό το λεπτό κερδίζει
την αντιστροφή των πραγμάτων…

Γιατί τους ξέρω ήδη όλους, τους ξέρω όλους,
ξέρω τα πρωινά, τα μεσημέρια ,τα απογεύματα ,
έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουτάλια καφέ,
ξέρω τις φωνές που πεθαίνουν με μια πτώση θανάτου
από ένα δωμάτιο κάπου στο βάθος,
έτσι λοιπόν πώς να αποτολμήσω;…

Και γνωρίζω ήδη τα μάτια, τα γνωρίζω όλα,
τα μάτια που σε βολεύουν σε μια τυποποιημένη φράση,
και όταν συμβιβάζομαι
απλωμένος πάνω σε μια καρφίτσα,
όταν είμαι καρφωμένος
σπαρταρίζοντας σε μια κορνίζα
πάνω σε ένα τοίχο,
τότε πώς θα πρέπει να ξεκινήσω
να ξεφουρνίζω τα άσχημα τελειώματα
όλων των ημερών και των τρόπων μου,
…και πώς να το αποτολμήσω;

Και ξέρω ήδη τα χέρια, τα ξέρω όλα,
χέρια σε βραχιόλια , λευκά και γυμνά,
… και μήπως είναι το άρωμα απ’ τα ρούχα μου
που με κάνει τόσο απόμακρο;
Χέρια που ξαπλώνουν πάνω σε ένα τραπέζι ,
ή δένονται με ένα σάλι;
Και μήπως τότε πρέπει να αποτολμήσω;
Και πώς να ξεκινήσω;
Μήπως θα πρέπει να πω
ότι έχω πάει το σούρουπο
και έχω παρακολουθήσει τον καπνό
να ανεβαίνει απ’ τις καπνοδόχους
των σπιτιών μοναχικών ανδρών
κλεισμένων στα μανίκια των πουκαμίσων τους ,
μοναχικών ανδρών που κρέμονται απ’ τα παράθυρα;

Θα ‘πρεπε να είχα γίνει ένα ζευγάρι τραχιά ,σκληρά νύχια
που γρατζουνάνε επιφάνειες ήσυχων θαλασσών
καθώς το μεσημέρι , το απόγευμα , αυτές κοιμούνται τόσο ειρηνικά,
και χαιδεύονται από μακριά δάχτυλα,
αποκοιμισμένα… κουρασμένα… ή κάνοντας τους αρρώστους,
απλωμένα πάνω στο πάτωμα , εδώ δίπλα σε σένα και μένα .

Δικαιούμαι , μετά από τσάι και κέικ,
να έχω τη δύναμη να κατευθύνω
τη στιγμή στην κρίση της;

Αλλά όμως έχω κλάψει και αναδιπλωθεί,
έχω κλάψει και προσευχηθεί
αν και έχω δει το κεφάλι μου
(να γίνεται σιγά σιγά φαλακρό)
και να το φέρνουν σε δίσκο,
δεν είμαι προφήτης και αυτό δεν είναι θέμα ,
αλλά έχω δει τη στιγμή
της μεγαλύτερης αναλαμπής μου,
και έχω δει τον αιώνια πρωτόγονο
άνθρωπο να κρατάει το παλτό μου,
να χρεμετίζει και να ουρλιάζει, και προς στιγμήν ,φοβήθηκα…

Και θα άξιζε μετά απ’ όλα αυτά,
μετά τα φλιτζάνια, τη μαρμελάδα και το τσάι,
μεταξύ της πορσελάνης και μιας συζήτησης μεταξύ μας ,
να καταπιούμε και να ξεχάσουμε το θέμα με ένα χαμόγελο,
να στίψουμε το σύμπαν σε ένα μπαλάκι,
να το κυλήσουμε κοντά σε μια συντριπτική ερώτηση,
ή να πούμε : "Είμαι ο Λάζαρος , φύγε απ’ τους νεκρούς."
και “Έλα πίσω να σου τα πω όλα, θα σου τα πω όλα”,
εάν ένας βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι της ,
θα έπρεπε να πει:” Δεν εννοούσα αυτό,
δεν εννοούσα καθόλου αυτό, καθόλου αυτό.”

Και θα άξιζε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
θα άξιζε πραγματικά τον κόπο
μετά από ηλιοβασιλέματα ,
κατώφλια σπιτιών και ανάστατους δρόμους,
μετά από νουβέλες , και φλιτζάνια καφέ,
μετά από φορέματα που σέρνονται στο πάτωμα,
…όλα αυτά , και άλλα;
Είναι δυνατόν να εννοώ ακριβώς αυτό που λέω!

Αλλά όπως ένα μαγικό φανάρι
ρίχνει στα νεύρα των σχεδίων πάνω σε μια οθόνη:
Δε θα άξιζε τον κόπο
εάν ένας από μας ,βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι σου
ή πετώντας ένα σάλι προς το μέρος μου ,
και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε:

“Δεν εννοούσα αυτό, δεν εννοούσα καθόλου αυτό”.

Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ,
ούτε φτιάχτηκα για να είμαι.
Είμαι ένας φύλακας λόρδος,
ένας που για να μεγαλώσει μια πρόοδο,
θα ξεκινήσει μια δυο σκηνές έστω και ζηλοτυπίας,
συμβουλεύοντας ωστόσο τον πρίγκιπα,
χωρίς αμφιβολία είμαι ένα ωφέλιμο εργαλείο,
διαφορετικό, που χαίρεται όταν χρησιμοποιείται,
πολιτικό, προσεχτικό , και λεπτολόγος,
γεμάτος υψηλή εκφραστικότητα,
αλλά καμιά φορά λίγο αργός,
φορές φορές , πράγματι σχεδόν γελοίος,
σχεδόν, μερικές φορές , ο Ανόητος.

Μεγαλώνω..μεγαλώνω
και θα πρέπει να φοράω
τα παντελόνια μου γυρισμένα…
Μήπως πρέπει να κάνω
τα μαλλιά μου προς τα πίσω;
Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Μάλλον θα πρέπει να φοράω
λευκά “ χαρούμενα” παντελόνια
και να περιφέρομαι στις παραλίες …

Έχω ακούσει τις φωνές
των σειρήνων μία προς μία,
αν και δε νομίζω ότι θα τραγουδήσουν σε μένα.
Τις έχω δει να καβαλούν τα κύματα
κάνοντας την άσπρη κόμη των κυμάτων να γυρνάει προς τα πίσω
να σκουραίνει λίγο λίγο σε μαύρο
όταν ο άνεμος φυσάει στο νερό άσπρο και μαύρο.

Έχουμε ξαπλώσει στις αμμουδιές
δίπλα σε κορίτσια στεφανωμένα με κόκκινα και καφέ φύκια ,
…μέχρι να μας ξυπνήσουν ανθρώπινες φωνές και πνιγούμε.






11.1.10

Θροίζουν στα αυτιά(Μουσικές ευχές)


Πολύ νωρίς ένα δροσερό πρωινό κ
άποιος κόσμος
σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του,
ζόρικα ρούχα και στενά οι αναμνήσεις τους
που πια δεν χωρούν,
κόσμος, που μέχρι πρότινος τρέκλιζε
σε δρόμους που διαρκώς τούς γυροφέρνουν,
βγάζοντας τελικά μόνο πίσω δίχως -σε καμιά περίπτωση- να
χρειάζεται, ακόμη ακόμη δίχως να πρέπει,
ντύνονται λοιπόν καινούρια και ανάλαφρα για άλλες γειτονιές.


Περπατούν, το λοιπόν, σχεδόν
χορεύουν σε απαλές διαδρομές,
με μουσικές υπέροχες, από μακριά ,
να θροίζουν στα αυτιά τους,
-πώς να τις μάθει κανείς;-
μουσικές που κατάμουτρα φτύνουν τα γράμματα,
όπως τούτες εδώ τις φράσεις,
με αγύρτες ήχους της στιγμής.
Μια σκέψη μονάχα 
αναδύεται σιγά σιγά απ’ τα βάθη του νου τους.
Μια σκέψη μόνο, γλυκιά,
σαν απαστράπτουσα εικόνα ιερή 
φιλημένη από μιαν άνοιξη ξενιτεμένη
που θα ξανάρθει,
ορκισμένη σκέψη ,
που τη λύση πάντα δίνει όπου απλώνεται
πυκνό το σύθαμπο της καρδιάς.


Περπατούν, γεμάτοι, σα τόποι πλήρεις φωτός,
συναισθανόμενοι ωστόσο τούτη τη μεταφορά
σα την πιο δυνατή τους εκδοχή για τα πράγματα στο εξής,
περπατούν, σα στο εκστατικό τούτο παρόν τους
να συντρίβονται οι οργές, τα συφοριασμένα μίση και να
λιώνουν όλα εκείνα που χαρές δε γίνανε στα κλειστά τους
βλέφαρα λίγο πριν και μετά το δάκρυ.


Μια πλάση ολάκερη δικιά τους
ξαναγεννιέται τώρα ρεμβάζοντας στα βήματά τους,
δύση και ανατολή σμίγουν τρυφερά
στην επικράτεια την
απόλυτη του ήλιου,
κατεβαίνοντας μαζί με
γέλια πορφυρά σε αυτούς τους
γιορτινούς πλέον δρόμους,
κατεβαίνοντας μαζί σαν έρωτας αμάραντος που
μαγιά γίνεται της άγρυπνης αύρας του.
(Που ξαγρυπνά , με το αέναο της επιθυμίας για ελεύθερη
βούληση σε τούτον εδώ τον πλανητάκο του μαστιζόμενου εγώ,
του ξεδιάντροπα ξεπεσμένου εσύ και εμείς.)


Πολύ νωρίς ένα δροσερό πρωινό,
κάποιος κόσμος 
με βήματά σα μουσικές ευχές,

και με σκέψη ορκισμένη
ρίχνει τα φράγματα,περπατώντας, προς άλλες γειτονιές…