18.11.09

Ιουλιέτα

Στα μικρά διαστήματα της διαύγειας της
συχνάζει σε μέρη όπου αγγελοπρόσωπη η ιστορία της
αναμειγμένη με πολύ ψέμα διαρρέει απ’ τα γκέτο κάθε πόλης.
Και εκείνη ακούγοντας,
ονειρεύεται ανάμεσά τους ότι πέφτει από γιγάντιους πυλώνες,
πώς κόβει μυστικά τα χέρια της,
θρηνεί με σπαραξικάρδια ρέκβιεμ,
μοιράζοντας το είναι της σε αιμάτινες κλωστές
καθώς διερχόμενα σμήνη από αγριοπερίστερα
καλύπτουν με κουτσουλιές τα σημάδια του αφηρημένου χρόνου της
και ένας σωρός από τριαντάφυλλα χαιδεύουν τον πόνο της
στα βελούδινα πέταλά τους.
Στην πιο άστοχη κίνηση της ζωής
βούλιαξε ο αγαπημένος της, σκέφτεται,
ίσως γιατί κατά βάθος δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι,
ίσως γιατί η ζωή είναι μια αδυσώπητη φάρσα
μα το “κελί” μας δικής μας μόνο επινόησης
και η πλάτη μας γεμάτη τρύπες
απ’ τους πυροβολισμούς των άλλων που δεν φαίνονται,
γιατί μάθαμε πια να αιμορραγούμε στα κρυφά,
περήφανοι συγχρόνως και συγκαταβατικοί,
βλέπεις, στο βάθος όλοι μόνο δικαίωση επιζητούμε,
σκέφτεται, στα διαλείμματα…της διαύγειάς της.

17.11.09

Kαι μεταφέρεσαι θαρρείς(Στον κήπο της Γεθσημανή...)

Απόψε, δυνατή συγκίνηση
πλημμυρίζει το νου,
τον κατεβάζει στην καρδιά,
εκεί μέσα,
το μόνο θέλημα μου:
να σωπάσω, να σωπάσω γενναία,
ακόμη και στο σωστό.
Άλλο δεν θέλω να μιλήσω,
άλλο δεν έχω να μιλήσω.
Τίποτα παραπάνω.
Δεν είναι το πρόσκομμα της μνήμης
που πρέπει να ξεπεραστεί.
(αλήθεια, τί καινούριο
έχουμε να πούμε για να το ξεπεράσουμε;)
Τόσο καιρό αισθανόμουν και βίωνα τον ζήλο
ενός χωρίς “κέρδος” εργάτη σε ακατανόητο “κάτεργο”.
Έτσι πέρασα τα μέχρι τώρα εμπόδια
απ’ το χθες στο αύριο
και κάθε μέρα άναβε
μέσα μου φωτιά η λαχτάρα του αδύνατου:
να ενσκήψω στο μέγα τούτο μυστήριο της ζωής,
να το δω κατάματα και να το καταλάβω
(δίπλα μου πάντα ένα “δαιμονισμένο” παιδί
“γράφει” με το χνώτο του στο χώμα: άσκηση άλυτη).
Τα χθεσινά και το αύριο
ας σταθούν και ας με κοιτάξουν, βουβά και απορημένα:
Ένα σύνολο από αβεβαιότητες και συνειρμούς αμφιβολίας είναι,
πονήματα μάταια της ύλης.


Μέσ’ την καρδιά μου, απόψε,
ακούω μονάχα βέβαιη
την Αγία σιωπή
το ακλόνητο σημείο όπου πάνω του
σπάνε νικημένες οι σκέψεις,
που υφαίνει τον εαυτό μου με το απέριττο,
σιωπή,το πιο αυθεντικό του δικού μου χρόνου “αριστούργημα”,
τώρα και πάντα…

14.11.09

Μικρές σκέψεις...

Ανασασμοί που σκορπίζουν στην ενδοχώρα του νου
δροσερές σκέψεις του πρωινού
εκτεινόμενες σε ατόφια τοπία παρθένας βλάστησης,
με την ανομολόγητη έστω συναίσθηση
πως το φως καρπίζει με φως μονάχα όταν εισδύω απαλά
στο μυστήριο του όλοι ένα ήμασταν και ένα είμαστε,
μοναδικοί κάτοχοι ωστόσο μιας υπέροχης ατομικής μηδαμινότητας,
οδοιπόροι στο αχανές,
βέβαιος πως δεν υπάρχει σιγουριά στον κόσμο
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα φτερά των αγγέλων
καταλήγει τελικά η ζόρικη μοίρα των φτωχών,
των απόκληρων, των άστεγων και όλων των πεινασμένων
και εκεί πάνω υφαίνεται η λάμψη του είναι τους.
Βεβαιότητα δεν υπάρχει καμιά
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα σεντόνια που πλάγιασαν οι εραστές
αιμάτινη αργοκυλά η αιώνια ένωση
σαν η πιο γνήσια του ανθρώπου ελπίδα,
εκλεκτή σαν αγνότητα
και μαρτυρική σαν αθωότητα
που άλλοτε αγρυπνά στους δρόμους με μάτια βεγγαλικά
και άλλοτε κοιμάται ήσυχα στα πόδια της χίμαιρας της αγάπης.
Αγάπη άραγε θα πει
συνειδητή υποταγή στο σκληρό του κόσμου πεπραγμένο
ή μήπως θα πει να ονειρεύεσαι
ακόμη και ανήμπορος ακόμη και πεσμένος καταγής,
μοιάζει σκουριασμένη ανέφικτη ιδέα στα γρανάζια του νου
ή μήπως αμφιβολία για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτή;
Μα δίπλα μου και μέσα μου ανθίζουν οι στιγμές
αιώνια ονειρεμένες και αιώνια εφιαλτικές
και η ανάγκη του μέτρου
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα της ύπαρξης
τυφλώνεται απ’ την ανάγκη
να μην καταντήσει η υπέρβαση
νοσταλγική ανάμνηση ενός “κάποτε πραγματικά υπήρχα”.
Και όταν ο μέγας φόβος τούτης της απώλειας σταλάζει σιγά σιγά στη ψυχή μου
το παραισθητικό εκείνο βάλσαμο μιας ροδόχρωμης εαρινής εσπέρας
δημιουργεί την εκλεκτική συγγένεια μου με τον άσωτο,
που καλόδεχτα θα χαθεί απ’ τις ριπές της νύχτας
σε περιθώρια στέκια, μεσοπέλαγα του πουθενά,
και έπειτα γλυκοφιλώντας το χαμό του
στέκεται έξω απ’ τη θύρα της καρδιάς του
χτυπώντας την μανιασμένα και κραυγάζοντας
“Δεν ήμουν εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήμουν εγώ…“
ή πάλι “Δεν καταλαβαίνω,Κύριε,
γιατί να γίνει έτσι,γιατί οτιδήποτε να γίνει έτσι,γιατί;”
με ρημαγμένη εκείνη τη διαίσθηση
πως θα του δοθεί –πρέπει να του δοθεί- μιαν απόκριση.
Μα αντί γι’ αυτό ακαριαία απλώνεται στο νου του
μια τρυφερή όσο και αμήχανη σιωπή
σαν αυτή που συνοδεύει όλα τα μεγάλα ανθρώπινα γεγονότα
ή καλύτερα απλώνεται
ένας υπεραισθητός φωτοφόρος παλμός ενέργειας
σαν εκείνον που μετέτρεψε το νερό σε κρασί,
αρκεί μονάχα αρκεί να το νιώσει
ελεύθερα μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του έτσι…

13.11.09

Σχόλιο σε στίχο του Καρυωτάκη

“Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι…”


Κ.Καρυωτάκης
(Απ’ το ποίημα ο Γραφιάς)



Αρνούμαι το χαρούμενο τραγούδι
πόσες φορές σαν άγριο λουλούδι
άνοιγει δίπλα μου η σιγή
της πλάσης, την πιο θλιμμένη ώρα..τη χαραυγή..


Ασθμαίνω ανέλπιδα στου φεγγαριού τη χάση
τους πάντες αγαπώ απλώνοντας τις δικές μου φτερούγες
προς τα ψηλά , προς τις ουράνιες ρούγες
και ευλογημένη η έμπνευση ρέει στο νου με βιάση...


Όλα είναι πιο δύσκολα κάθε που φτάνει το βράδυ
καθώς μνήμες θύελλες στοιχειώνουν το χρόνο
μα επιτέλους ποιοι απ΄αυτούς που κρίνουν λογάριασε τον πόνο
που γράφει στη ψυχή μου το φως και το σκοτάδι...


Μα και πάλι μια απέραντη- αιφνίδια - γαλήνη
θα χαρίσει πλούσια στην μοναχική μου καρδιά η φίλη εκείνη
που μεγαλώνει μέσα μου και βγαίνει σαν προσφορά
αίμα απ΄το αίμα μου..η γραφή είναι αγώνας για λευτεριά...