14.11.09

Μικρές σκέψεις...

Ανασασμοί που σκορπίζουν στην ενδοχώρα του νου
δροσερές σκέψεις του πρωινού
εκτεινόμενες σε ατόφια τοπία παρθένας βλάστησης,
με την ανομολόγητη έστω συναίσθηση
πως το φως καρπίζει με φως μονάχα όταν εισδύω απαλά
στο μυστήριο του όλοι ένα ήμασταν και ένα είμαστε,
μοναδικοί κάτοχοι ωστόσο μιας υπέροχης ατομικής μηδαμινότητας,
οδοιπόροι στο αχανές,
βέβαιος πως δεν υπάρχει σιγουριά στον κόσμο
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα φτερά των αγγέλων
καταλήγει τελικά η ζόρικη μοίρα των φτωχών,
των απόκληρων, των άστεγων και όλων των πεινασμένων
και εκεί πάνω υφαίνεται η λάμψη του είναι τους.
Βεβαιότητα δεν υπάρχει καμιά
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα σεντόνια που πλάγιασαν οι εραστές
αιμάτινη αργοκυλά η αιώνια ένωση
σαν η πιο γνήσια του ανθρώπου ελπίδα,
εκλεκτή σαν αγνότητα
και μαρτυρική σαν αθωότητα
που άλλοτε αγρυπνά στους δρόμους με μάτια βεγγαλικά
και άλλοτε κοιμάται ήσυχα στα πόδια της χίμαιρας της αγάπης.
Αγάπη άραγε θα πει
συνειδητή υποταγή στο σκληρό του κόσμου πεπραγμένο
ή μήπως θα πει να ονειρεύεσαι
ακόμη και ανήμπορος ακόμη και πεσμένος καταγής,
μοιάζει σκουριασμένη ανέφικτη ιδέα στα γρανάζια του νου
ή μήπως αμφιβολία για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτή;
Μα δίπλα μου και μέσα μου ανθίζουν οι στιγμές
αιώνια ονειρεμένες και αιώνια εφιαλτικές
και η ανάγκη του μέτρου
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα της ύπαρξης
τυφλώνεται απ’ την ανάγκη
να μην καταντήσει η υπέρβαση
νοσταλγική ανάμνηση ενός “κάποτε πραγματικά υπήρχα”.
Και όταν ο μέγας φόβος τούτης της απώλειας σταλάζει σιγά σιγά στη ψυχή μου
το παραισθητικό εκείνο βάλσαμο μιας ροδόχρωμης εαρινής εσπέρας
δημιουργεί την εκλεκτική συγγένεια μου με τον άσωτο,
που καλόδεχτα θα χαθεί απ’ τις ριπές της νύχτας
σε περιθώρια στέκια, μεσοπέλαγα του πουθενά,
και έπειτα γλυκοφιλώντας το χαμό του
στέκεται έξω απ’ τη θύρα της καρδιάς του
χτυπώντας την μανιασμένα και κραυγάζοντας
“Δεν ήμουν εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήμουν εγώ…“
ή πάλι “Δεν καταλαβαίνω,Κύριε,
γιατί να γίνει έτσι,γιατί οτιδήποτε να γίνει έτσι,γιατί;”
με ρημαγμένη εκείνη τη διαίσθηση
πως θα του δοθεί –πρέπει να του δοθεί- μιαν απόκριση.
Μα αντί γι’ αυτό ακαριαία απλώνεται στο νου του
μια τρυφερή όσο και αμήχανη σιωπή
σαν αυτή που συνοδεύει όλα τα μεγάλα ανθρώπινα γεγονότα
ή καλύτερα απλώνεται
ένας υπεραισθητός φωτοφόρος παλμός ενέργειας
σαν εκείνον που μετέτρεψε το νερό σε κρασί,
αρκεί μονάχα αρκεί να το νιώσει
ελεύθερα μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του έτσι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου