17.11.09

Kαι μεταφέρεσαι θαρρείς(Στον κήπο της Γεθσημανή...)

Απόψε, δυνατή συγκίνηση
πλημμυρίζει το νου,
τον κατεβάζει στην καρδιά,
εκεί μέσα,
το μόνο θέλημα μου:
να σωπάσω, να σωπάσω γενναία,
ακόμη και στο σωστό.
Άλλο δεν θέλω να μιλήσω,
άλλο δεν έχω να μιλήσω.
Τίποτα παραπάνω.
Δεν είναι το πρόσκομμα της μνήμης
που πρέπει να ξεπεραστεί.
(αλήθεια, τί καινούριο
έχουμε να πούμε για να το ξεπεράσουμε;)
Τόσο καιρό αισθανόμουν και βίωνα τον ζήλο
ενός χωρίς “κέρδος” εργάτη σε ακατανόητο “κάτεργο”.
Έτσι πέρασα τα μέχρι τώρα εμπόδια
απ’ το χθες στο αύριο
και κάθε μέρα άναβε
μέσα μου φωτιά η λαχτάρα του αδύνατου:
να ενσκήψω στο μέγα τούτο μυστήριο της ζωής,
να το δω κατάματα και να το καταλάβω
(δίπλα μου πάντα ένα “δαιμονισμένο” παιδί
“γράφει” με το χνώτο του στο χώμα: άσκηση άλυτη).
Τα χθεσινά και το αύριο
ας σταθούν και ας με κοιτάξουν, βουβά και απορημένα:
Ένα σύνολο από αβεβαιότητες και συνειρμούς αμφιβολίας είναι,
πονήματα μάταια της ύλης.


Μέσ’ την καρδιά μου, απόψε,
ακούω μονάχα βέβαιη
την Αγία σιωπή
το ακλόνητο σημείο όπου πάνω του
σπάνε νικημένες οι σκέψεις,
που υφαίνει τον εαυτό μου με το απέριττο,
σιωπή,το πιο αυθεντικό του δικού μου χρόνου “αριστούργημα”,
τώρα και πάντα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου