23.12.09

Η Ομορφιά τους


Με την άσβεστη αθωότητα ως την αιωνιότητα,

που ενυπάρχει μέσα τους, Κύριε,
”πλησιάζουν ” οι αλαφροίσκιωτοι, Μάτια μου.
Και εμείς τους αφήνουμε να σιγοκαίει το κρύο στην καρδιά τους,

στην ονειροχώρα δηλ. του κάθε στιγμής θαύματος.
Και τους πληρώνουμε με το σκληρό της νόμισμα, Κύριε.

Τους αφήνουμε, στη μοίρα, φθισικούς και αυτοκτονούντες,

να λιμοκτονούν από αγάπη, αψηλάφητους από στοργή,
να σπαράζουν μονολογώντας “Θαύμα αντί μίσους”.
Διότι η ελεήμων καρδία υπέρ ημών αχθοφορούσα μοιρολογεί,
στιγμές στιγμές μόνη ελπιδοφόρα, εις τα διηνεκή του χρόνου βαλτόνερα.
Και ίσως ίσως ελεημοσύνη υπέρτερη νομίζουμε πως διαπράττουμε ,
διότι η χίμαιρα τους τούς γλείφει κάθε πληγή, λέμε,
και έτσι απ’ το φως παίρνουνε φως ,
και όμως εις το φως σιμώνει αυτό λαμπρότερο…



Χρόνια τώρα αγαπήσαμε, τρόπον τινά, Κύριε, δίπλα τους,
μπορεί μονάχα το μέσα μας,
και εξ’ αυτού νιώσαμε τη στάχτη να απλώνεται
βαριά στα σωθικά μας, όπως απλώνεται η θνητότητα
στο μέτωπο του κουρασμένου από τον πόλεμο στρατιώτη
καθώς με αθεράπευτη πληγή αντικρύζει λυτρωτικά
τον άγγελο της ψυχής και μοιάζει η τελευταία ανάσα του
θέληση άνομη στη φυσική, γνήσια εκζήτηση του φεγγαριού,
μυστικά ανεβάσματα μέχρι εκεί…



Χρόνια τώρα αγκαλιάζαμε , εκ των υστέρων , Κύριε,
τους δρόμους όπου περπατούν οι αλαφροίσκιωτοι,
εν πρώτοις τύποι σκοτεινοί, δε λέω,
μα με δύο λόγια απέριττα και ουσιωδώς “επικίνδυνα”
ιδρώνουν επιτακτικά στη ζωή μας ταξίδια μακρινά,

στα φύλλα της αυγής δροσίζουν δάση,
ψάχνοντας λημέρια άγνωστων θεών,
σαν εκείνων που αγαπούν να λύνουν μάγια,
σαν εκείνων που γλυκοχαράξαν αχολογώντας
στους βωμούς του ανθρώπου ανεξίτηλα τα πάθη του,
μεσοστρατίς του Παραδείσου έκλαψαν,
παρεκκλίνοντας απ’ την πορεία του κόσμου του σύμπαντος
ψελλίζοντας σωτήρια αλαφροίσκιωτα,
νηπενθή αλληλέγγυα “ΩΣΑΝΝΑ”….

16.12.09

Σχόλιο σε στίχο του Ελύτη






"Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε ,
που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο…"


(Απ’ το ποίημα “Λακωνικόν”)


Ήρθε πάλι μεσονυχτίς , σέρνοντας μαζί του αιώνες κομψούς με γέρικο δέρμα,
ήρθε, αγγελοπρόσωπος κουστουμαρισμένος “εγκληματίας”,
νουνεχής στις πιο δύσκολες ώρες
μα προαγωγός των πιο μεγάλων αναγκών,
όπως η πείνα και η αγάπη,
και δεν είχα παρά μάτια τρυφερά
στην θέα του παράξενου τούτου μύστη.
Στο κατώφλι της ψυχής στάθηκε σαν φωτεινός ιερουργός
με την αγαπητική πληρότητα μάνας
και του κορμιού τις αναδυόμενες επιθυμίες γλυκοφίλησε
με το πάθος της γυναίκας στην έσχατη του έρωτα της πράξη.
Άσκηση επιβίωσης δε θέλει καθώς κομίζει
προφητικά καλέσματα μεταστροφής προς τη ζωή την ίδια, τίποτε λιγότερο,
παράκρουση αλήθειας το άγγελμά του
στην παντερημιά των ηλεκτρονικά συνδεδεμένων μεγαλουπόλεων.
Ήρθε με ρομφαία ποιητική και στόμα βάλσαμο που ξηλώνει κάθε πρέπει
στις εγκεφαλονευροδιαβιβάσεις της μοναξιάς,
σε μια πραγματικότητα δηλ. οριστικά πλέον κοινή για όλους,
που μοιάζει τίμημα άγρυπνο , μεστή εκδίκηση για τους αδικοχαμένους .
Για όλους εκείνους τους γηγενείς ήρωες
που καθώς σταύρωναν επαναληπτικά το εμπαθές είναι τους
ολόψυχα δοσμένοι σε ολόδροσα ανοιξιάτικα πρωινά ,
τραυλίζοντας τραγούδια που γραφτήκαν
σε καθεστώς υπέρβασης ποιητικής αδείας,
φλεγόμενοι και ταπεινοί,
κοινωνούντες στο βωμό του αγώνα για πνευματική λευτεριά,
δε σκεφτήκαν παρά μονάχα πως αχτίδες είναι άσπιλες
μα το φως τους αποδιοπομπαία συναστρία άκαιρη.
Πράξη παράταιρη
σαν το φιλί που ‘δωσαν τα τελευταία πουλιά
στο “εν τούτω νίκα”
και έπειτα πετάξαν ψηλά…