12.6.09

ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟΨΗ...

Περνούν οι μέρες γρήγορα, τα μεσημέρια κάτω απ’ τον ήλιο άχαρο φως,
σακάτηδες , με το αίμα μας να βοά σπασμωδικά,
κουράστηκε η καρδιά μας να εμπαίζεται ή να εξαπατά
να είναι μες τη φωτιά ή να χειροκροτεί
και μόνο τούτο το υπέροχο ευαγγελικό
“τι ωφελεί να κερδίσεις τον κόσμο αν χάσεις τη ψυχή σου;”
να ξεχύνει δύναμη σα ρίζα συμπονετική,
να συναθροίζει πάλι απ’ τα πέρατα όλους εκείνους
που μυστικά και αφανώς “ποιούν” όρθιο τον άνθρωπο,
να αποδεικνύει τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο,
να εκθέτει ολοένα και περισσότερο τις μέρες της μάταιης δόξας…
Και επειδή είναι σεβαστός ο πόθος να χωρέσουμε τη θάλασσα σε ένα ποτήρι
ας μας είναι τουλάχιστον αρκετό να έχουμε συντροφιά τον πόθο του αδύνατου
καταβάλλοντας έτσι στο όνειρο το υπέρτατο χρέος της συγκατάβασης
αλλά να χειριστούμε τουλάχιστον το υλικό μας με απόλυτη ειλικρίνεια
“εν ιδρώτι του προσώπου μας” να το χειριστούμε
καταβάλλοντας έτσι στη ζωή το υπέρτατο χρέος του αγώνα,
ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα
ακόμη και ρημαγμένοι να λέμε ο ένας στον άλλο
“ό,τι έγινε έγινε σήκωσε τώρα το κεφάλι”
και έτσι θα βαδίζουμε λίγο πιο σίγουρα απ’ την ατολμία στην ελπίδα
και δε θα αρρωσταίνουμε τόσο συχνά από πείνα και φόβο
τούτο δεν είναι υπερβολή, γιατί ο άγγελος ορκίζεται πως λάθος αγάπη γυρεύουμε
και αμαρτάνουμε όταν σκεφτόμαστε ασώματη τη ψυχή…

9.6.09

Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ(...ΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΓΥΡΕΥΕΙΣ)

Φαντάζομαι, όταν νιώσουμε τα μηνύματα
που μας αφήνει μια φλόγα έτοιμη να σβήσει
σαν απειροελάχιστος σφυγμός φωτός
στη ζωή που μας απομένει, θα κλείσουν λίγο οι πληγές…
Πως θα είναι άραγε όταν μαζευτεί σωρός τα χρόνια μας πεταμένα
σα βασανισμένα μέλη ανθρώπων ύστερα από πολύχρονο πόλεμο
και το κορμί μας κουρασμένο από προδομένους έρωτες
θρεμμένους απ’ το αίμα μας,
όαση η σάρκα πια στεγνωμένη που δε θα ”χει πια καμιά γεύση
με μια τεράστια γραμμή πόνου
χαραγμένη στης ψυχής μας το άδειο κλουβί
δίχως να υπάρχει ούτε ένα γέρικο σκυλί στη θύρα να μας προσμένει
δίχως να υπερασπιζόμαστε πια τίποτα
εκτός από μια παράξενη θέληση με άχρηστα μάτια…
Γιατί ακόμη και αν κρατηθήκαμε
μέσα σε αγκαλιές ανασαίνοντας σα να “μασταν σε βουλιαγμένα νησιά
ακόμη και αν αλλάξαμε πολλές φορές βήματα
“γοητευμένοι” απ’ το ρεύμα της ζωής
και ποτέ δεν είπαμε “φτάνει” στην ακατάλυτη ροή της
τυφλοί τεντώναμε το δάχτυλο δείχνοντας πάντα τους ”άλλους”
τυφλοί μελετούσαμε το φως στις στάχτες των “άλλων”…


Φαντάζομαι, το ποτάμι δεν περιμένει ούτε για λίγο
και στα νερά του κυλάει η καρδιά μας γυμνή
δίχως φρόνηση μα και δίχως ενοχή
φαντάζομαι, το μέτρημα των αστεριών
μοιάζει ένας ύπνος βαρύς το μέτρημα των αστεριών…