19.1.10

Όσο (το τόξο) της ψυχής τεντώνει...

(Επαναδημοσίευση)


Με τα φτερά κολλημένα στους ώμους του ανέμου,
σε πορεία ανεστραμμένης λογικής , λογικής ονείρου,
γιατί όλοι εκείνοι μας πετάξαν στη φωτιά,
οραματιζόμαστε στις καταιγίδες τη γνήσια μας πατρίδα…


χαλάσαν τα ποτάμια φωνάζει γενναία η Αποκάλυψη,
στέρεψε το κρασί μας , χολή έγινε φυλαγμένη στα σωθικά τους,
μα πίνουμε απ’ το "αλήτικο" των πουλιών τραγούδι…


οι τροχιές μας υπόγειες είναι διαδρομές,
μα είναι μεταξένιοι οι οραματισμοί 
και δόξα οι ανυπόκριτες στεντόρειες φωνές μας
γιατί αγαπήσαμε αληθινή τη ζωή…


και όσο ξενυχτάμε παρέα με μια δύναμη χωρίς κανόνα,
δύναμη παράξενη που έγινε ένα με μας,
-και εάν όλοι εκείνοι επιπλέουν σα φελοί αυτό δεν είν' καθόλου θέμα
μα το σκοτάδι βαθιά και οριστικά- δυστυχώς- τούς έχει πνίξει,
μόνο το φως ακύμαντη κρυστάλλινη θάλασσα εντός μας

που όμως θα σαρώσει καίρια σα λυτρωτικός κατακλυσμός -
ξέρουμε καλά πως άδολα είναι μόνο εκεί που ξημερώνει
και όσο το τόξο της ψυχής τεντώνει
τα βήματα των άστεγων,των απόκληρων,
των φτωχών και όλων των πεινασμένων

τα τραγουδούν περήφανα οι ποιητές:
"Βαθιά δυστυχείς οι τρομαγμένοι και οι δειλοί
γιατί ανακαλύψαν -μόνο-την Αμερική.. "



Αφιερώνεται στη λατρεμένη Ελ. και την υπέροχη Π.

17.1.10

Όνειρο παιδιού(...Σαν πεταλούδα χρυσή)

(Επαναδημοσίευση)



{...}εσύ Ψυχή που αντέχεις να καείς

μέσα στη νύχτα του κόσμου αιώνια λυπημένη
δες, ένα πεφτάστρο σε πλησιάζει τώρα πριν σκεφτείς
ότι κουράστηκες να ζεις στην αθωότητα δοσμένη...


θυμήσου: η δική σου γειτονιά δεν έχει κρύο ούτε ερημιά
στοχαστικά αναδύεται το φως εκεί
καθώς αστράφτει η προσευχή σε μια γωνιά
του νου σαν σπίθα τόση δα μικρή


και ανάβει μεγαλύνοντας τον αγαθό σπόρο
του χάους μιαν εκδίκηση φοβερή
Π'ΩΣ  στοιχειώνει λέει ο θάνατος του αθώου το χώρο
σαν όνειρο παιδιού και πεταλούδα χρυσή{....}

16.1.10

Τότε που η χάρη "βουίζει" μες' τα αυτιά μας

(Επαναδημοσίευση)

Ευλογημένος
ο τριγμός του σκοταδιού που κάνει
τους ποιητές να “γυμνάζουν” με λέξεις
τους θλιβερούς τους ορίζοντες
και τους ιδρωμένους ανασασμούς
στα βραδινά ραντεβού φεγγαρολουσμένων εραστών
να φτάνουν στα άστρα...


Ευλογημένο
το μαύρο που κυκλώνει τη ψυχή μας
κεντρίζοντας τις σκληρές προσευχές μας
σαν πύρινο παράγγελμα:
”καιρός να ζήσουμε, καρδιά μου, έφτασε η ύψιστη ώρα”…


Ευλογημένος
ο παροξυσμός του πόνου μας
που διαπερνά ως εκ’ θαύματος το χώρο και το χρόνο
γκρεμίζοντας πόλεις χτισμένες στην απουσία του φιλιού
και μας περιμαζεύει πάντα στις φτερούγες του
εξουθενωμένους και… ταπεινούς…

14.1.10

Εμβόλιμες σκέψεις

(Το παρακάτω κείμενο δεν απευθύνεται στους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου, τους οποίους αισθάνομαι ότι πάντα και όσο γίνεται τιμώ.)

     Ας μου επιτραπεί να προσπαθήσω με κάθε ειλικρίνεια να κάνω κάποιες σκέψεις για την κατεξοχήν βολική θέση που ορισμένοι νομίζουν αυθαίρετα πως κατέχουν , εντελώς όμως καταχρηστικά (με το έτσι θέλω), θέση αδιόρατης εν’ πρώτοις μα ιδιαζόντως σκοτεινής (διακριτικά μισαλλόδοξης) κριτικής απέναντι σε κείμενα νεότερων ανθρώπων, και να εκφράσω δύο τρία λόγια για την περίπτωση αυτών που αυτοαναγορεύθηκαν τουλάχιστον αυθαίρετα σε αυτή τη βολική ,όπως νομίζουν, θέση. Διότι το βολικό εν’ πρώτοις φαίνεται συνώνυμο, αν δεν μοιάζει να ταυτίζεται, με το ωφέλιμο πνευματικό και παραδομένο από προηγούμενες γενιές, με το ωφέλιμο παραδομένο που καλώς καλά κρατεί και εγγυάται –όσο γι’ αυτό δεν γίνεται λόγος – μια συνέχιση της πορείας μας στη στέρεη βάση μιας ή περισσότερων ουσιαστικών συνεκτικών ιδεών (όπως η παράδοση ενός έθνους με όλα τα εθιμοτυπικά-πολιτιστικά και τα θετικά αξιακά στοιχεία της εγγυάται , ή τουλάχιστον προωθεί καλώς τη συνέχειά του.)


Το εν' λόγω βολικό λοιπόν φαίνεται συνώνυμο , από άποψη προθέσεων,με το από παλαιότερες γενιές ωφέλιμο παραδοτέο , αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ,που εξετάζω, υποκρίνεται πως είναι. Και με πολύ μαεστρία (Τεχνηέντως) μάλιστα προσπαθεί να επιβληθεί ως “ωφέλιμο”. Και ενώ το ωφέλιμο παραδοτέο έχει εμπόνως και ορθολογιστικά φιλτραριστεί (και καθημερινά , έστω και σιωπηρά, φιλτράρεται –και πρέπει- απ ‘όλους μας), αντιθέτως το βολικό "στίβει το κουνούπι και καταπίνει την καμήλα". Μεγεθύνει σκόπιμα, υπερβαλλόντως (και διακαώς) τις όποιες ατέλειες -στην έστω προσπάθεια- εκφοράς ποιητικού λόγου από αρκετά νεότερους ανθρώπους, ατέλειες που αναμφισβήτητα και αναπόφευκτα υφίστανται, καθώς όμως αποσιωπά σκόπιμα το βαθύτερο και ουσιώδες μήνυμα τους (ενώ το έχει πιάσει καλά) και αποπειράται (ευτυχώς ανεπιτυχώς) να πνίξει αυτό το μήνυμα βαφτίζοντάς το –πάντα υπαινικτικά μα τελικά πάντα ανεπιτυχώς-με οποιεσδήποτε κυριολεκτικά στο πόδι και εκ’ του προχείρου “εμπνευσμένες” μεταφορές και αντιπαραβολές, δήθεν διδακτικές.
Αλλά, από ποίον διδακτικές;Ή μήπως, το συγκεκριμένο βολικό, προτάσσοντας έναν ολωσδιόλου στείρο(και το ξέρει καλά) δογματισμό περί “νικηφόρων αλλά και ανεπιστρεπτί περασμένων ποιητικών μεγαλείων της χώρας μας” νομίζει ότι θα αποθαρρύνει τους νεότερους απ’ την –κατά το δυνατόν- ενεργή ενασχόληση με την πανέμορφη όσο και δύσκολη υπόθεση της ποίησης; Μάλλον πρόκειται για εξεζητημένο αστείο τούτη η στάση του. Διότι εάν τούτο το βολικό έπαιρνε περισσότερο στα σοβαρά τον εαυτό του θα τον υποχρέωνε συγχρόνως και πρώτα απ’ όλα έμπρακτα (και οι τρόποι γι’ αυτό είναι πολλοί) σε μια αποτίμηση και των δικών του λογοτεχνικών προσπαθειών(όσες διαθέτει.)


Οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει κείμενά του εν' λόγω βολικού… Και ο σεβασμός και μόνο προς την προσπάθεια (και το γεγονός ότι ανήκει σε παλαιότερη γενιά) αξιώνει την μη έκφραση καθοιονδήποτε τρόπο γνώμης γι’ αυτά. Ωστόσο , όταν τα απολύτως απαραίτητα όρια παύουν να γίνονται σεβαστά τότε το αναφαίρετο για όλους ανθρώπινο δικαίωμα για αξιοπρέπεια γίνεται επιβεβλημμένη υποχρέωση (ακόμη και όταν το “κακo-βολικό” ανήκει σε περασμένη γενιά).




Υ.Γ: Για μία ακόμη φορά ζητώ συγγνώμη απ' τους αναγνώστες τούτου του ιστολογίου για την "ανατροπή" της ροής των κειμένων σε αυτό το ιστολόγιο.Κρίθηκε όμως απαραίτητη και εμβόλιμη.

Υ.Γ 2 (Προστέθηκε στις 15/01/-"Σε μια άλλη προσθήκη"): "Δεν είναι πια τραγούδι αυτό,δεν είναι αχός ανθρώπινος.Ακούγεται να φτάνει σαν τελευταία κραυγή,στα βάθη της νυχτός,κάποιου που "χει πεθάνει."   K.Καρυωτάκης
Απ' το ποίημα "Kριτική"




Κωνσταντίνος

13.1.10

Μετάφραση ποιήματος του T.S Eliot

(Σημείωση του μεταφραστή: Υποχρεούμαι να μην παραθέσω, σε τούτο το ιστολόγιο , αυτούσιο το συγκεκριμένο ποίημα του T.S Eliot. Υπάρχουν ωστόσο συγκεκριμένοι ιστοχώροι (με κατοχυρωμένα τα πνευματικά δικαιώματα) όπου και παρατίθεται αυτούσιο (στην Αγγλική γλώσσα) το ποίημα αυτό. Ωστόσο, ας σημειωθεί πως ό,τι καλό ακούγεται στο ποίημα αυτό οφείλεται στον ποιητή Eliot, και εάν βεβαίως κάτι ηχεί παράφωνα οφείλεται στον υποφαινόμενο και ζητεί συγγνώμη.)



The Love Song of J. Alfred Prufrock - T. S. Eliot




[..] Πάμε μαζί λοιπόν, εσύ και εγώ,
όταν το απόγευμα ξεχύνεται
στους ουρανούς,
σαν ασθενής που εισπνέει
αιθέρα πάνω από ένα τραπέζι,
πάμε , μέσα από συγκεκριμένους
μισοερειπωμένους δρόμους
με γκρινιάρικες υποχωρήσεις
κουρασμένων νυχτών
που καταλήγουν σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
και σε γεμάτα πριονίδια
και σκόνη εστιατόρια
με ράφια από στρείδια,
δρόμοι που ανοίγονται
σαν κουραστική διαμάχη
μια μάλλον τυχαίας πρόθεσης
που θα σε οδηγήσει
σε μια συντριπτική ερώτηση…

Ω , μη ρωτάς «τι είναι;»
άσε να πάμε , άσε να πάμε…

Πάμε λοιπόν, εσύ και εγώ,
όταν το απόγευμα
ξεχύνεται στους ουρανούς
σαν ασθενής που εισπνέει αιθέρα
πάνω από ένα τραπέζι,
πάμε, μέσα από συγκεκριμένους
μισοερειπωμένους δρόμους
με τις μουρμούρικες υποχωρήσεις
κουρασμένων νυχτών που κουρνιάζουν
σε μιας νύχτας φτηνά ξενοδοχεία
και σε γεμάτα πριονίδια εστιατόρια με ράφια από στρείδια:
δρόμοι που ανοίγονται σαν κουραστική διαμάχη
μιας ανομολόγητης αλλά μάλλον τυχαίας πρόθεσης
για να σε οδηγήσουν σε μια συντριπτική ερώτηση:

“Που πάμε;;”, μη ρωτάς , άσε να πάμε, …να πάμε…

Μέσα στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται
συζητώντας για τον Μικελάντζελο.

Η κίτρινη σκόνη που τρίβει την πλάτη της
πάνω στα τζάμια των παραθύρων,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει τη μουσούδα του
πάνω στα τζάμια των παραθύρων
γλείφοντας τη γλώσσα του
στις γωνιές του απογεύματος ,
παρατεινόμενος στις λιμνούλες
που στέκονται μέσα στους οχετούς,,
και αφήνει να πέφτουν στην πλάτη του
οι καπνοί που βγαίνουν απ’ τις καμινάδες
γλιστρώντας δίπλα στις ταράτσες,
κάνοντας ένα ξαφνικό άλμα,
και βλέποντας ότι ήταν
μια απαλή νύχτα του Οκτώβρη,
κουλουριάστηκε μια φορά παντού στο σπίτι,
και αποκοιμήθηκε.

Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για τον κίτρινο καπνό που γλιστρά
κατά μήκος του δρόμου,
τρίβοντας την πλάτη του
στα τζάμια των παραθύρων
θα υπάρχει χρόνος , θα υπάρχει χρόνος
για να προετοιμάσει ένα πρόσωπο
να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς,
θα υπάρχει χρόνος
για να δολοφονήσει και να δημιουργήσει,
και χρόνος για όλες τις δουλειές
και μέρες των χεριών σου
που σηκώνουν και ρίχνουν
μια ερώτηση πάνω στο πιάτο σου,
χρόνος για σένα και για μένα ,
και ακόμη χρόνος για εκατό αναθεωρήσεις,
και για εκατό οράματα και επαναλήψεις,
πριν από το πρωινό με καφέ και τοστ.

Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για να αναρωτηθείς "Τολμώ;" , "Τολμώ;"
χρόνος για να γυρίσεις πίσω
και να κατέβεις τις σκάλες
καθώς εγώ με ένα φαλακρό spot
στη μέση των μαλλιών μου θα τρέξω ξοπίσω σου,

-Θα πουν: Πώς αδυνάτισαν
και αραίωσαν έτσι τα μαλλιά του;-

Το πρωινό μου παλτό,
και το κολάρο μου σφιχτοδεμένο
μέχρι το πηγούνι μου,
Το κοστούμι μου φίνο και ταπεινό,
αλλά θα πουν : “Πως αδυνάτισε έτσι;”

…Για σκέψου , τολμάμε
να ενοχλήσουμε το σύμπαν;

Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
για αποφάσεις και επαναλήψεις,
όπου αυτό το λεπτό κερδίζει
την αντιστροφή των πραγμάτων…

Γιατί τους ξέρω ήδη όλους, τους ξέρω όλους,
ξέρω τα πρωινά, τα μεσημέρια ,τα απογεύματα ,
έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουτάλια καφέ,
ξέρω τις φωνές που πεθαίνουν με μια πτώση θανάτου
από ένα δωμάτιο κάπου στο βάθος,
έτσι λοιπόν πώς να αποτολμήσω;…

Και γνωρίζω ήδη τα μάτια, τα γνωρίζω όλα,
τα μάτια που σε βολεύουν σε μια τυποποιημένη φράση,
και όταν συμβιβάζομαι
απλωμένος πάνω σε μια καρφίτσα,
όταν είμαι καρφωμένος
σπαρταρίζοντας σε μια κορνίζα
πάνω σε ένα τοίχο,
τότε πώς θα πρέπει να ξεκινήσω
να ξεφουρνίζω τα άσχημα τελειώματα
όλων των ημερών και των τρόπων μου,
…και πώς να το αποτολμήσω;

Και ξέρω ήδη τα χέρια, τα ξέρω όλα,
χέρια σε βραχιόλια , λευκά και γυμνά,
… και μήπως είναι το άρωμα απ’ τα ρούχα μου
που με κάνει τόσο απόμακρο;
Χέρια που ξαπλώνουν πάνω σε ένα τραπέζι ,
ή δένονται με ένα σάλι;
Και μήπως τότε πρέπει να αποτολμήσω;
Και πώς να ξεκινήσω;
Μήπως θα πρέπει να πω
ότι έχω πάει το σούρουπο
και έχω παρακολουθήσει τον καπνό
να ανεβαίνει απ’ τις καπνοδόχους
των σπιτιών μοναχικών ανδρών
κλεισμένων στα μανίκια των πουκαμίσων τους ,
μοναχικών ανδρών που κρέμονται απ’ τα παράθυρα;

Θα ‘πρεπε να είχα γίνει ένα ζευγάρι τραχιά ,σκληρά νύχια
που γρατζουνάνε επιφάνειες ήσυχων θαλασσών
καθώς το μεσημέρι , το απόγευμα , αυτές κοιμούνται τόσο ειρηνικά,
και χαιδεύονται από μακριά δάχτυλα,
αποκοιμισμένα… κουρασμένα… ή κάνοντας τους αρρώστους,
απλωμένα πάνω στο πάτωμα , εδώ δίπλα σε σένα και μένα .

Δικαιούμαι , μετά από τσάι και κέικ,
να έχω τη δύναμη να κατευθύνω
τη στιγμή στην κρίση της;

Αλλά όμως έχω κλάψει και αναδιπλωθεί,
έχω κλάψει και προσευχηθεί
αν και έχω δει το κεφάλι μου
(να γίνεται σιγά σιγά φαλακρό)
και να το φέρνουν σε δίσκο,
δεν είμαι προφήτης και αυτό δεν είναι θέμα ,
αλλά έχω δει τη στιγμή
της μεγαλύτερης αναλαμπής μου,
και έχω δει τον αιώνια πρωτόγονο
άνθρωπο να κρατάει το παλτό μου,
να χρεμετίζει και να ουρλιάζει, και προς στιγμήν ,φοβήθηκα…

Και θα άξιζε μετά απ’ όλα αυτά,
μετά τα φλιτζάνια, τη μαρμελάδα και το τσάι,
μεταξύ της πορσελάνης και μιας συζήτησης μεταξύ μας ,
να καταπιούμε και να ξεχάσουμε το θέμα με ένα χαμόγελο,
να στίψουμε το σύμπαν σε ένα μπαλάκι,
να το κυλήσουμε κοντά σε μια συντριπτική ερώτηση,
ή να πούμε : "Είμαι ο Λάζαρος , φύγε απ’ τους νεκρούς."
και “Έλα πίσω να σου τα πω όλα, θα σου τα πω όλα”,
εάν ένας βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι της ,
θα έπρεπε να πει:” Δεν εννοούσα αυτό,
δεν εννοούσα καθόλου αυτό, καθόλου αυτό.”

Και θα άξιζε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
θα άξιζε πραγματικά τον κόπο
μετά από ηλιοβασιλέματα ,
κατώφλια σπιτιών και ανάστατους δρόμους,
μετά από νουβέλες , και φλιτζάνια καφέ,
μετά από φορέματα που σέρνονται στο πάτωμα,
…όλα αυτά , και άλλα;
Είναι δυνατόν να εννοώ ακριβώς αυτό που λέω!

Αλλά όπως ένα μαγικό φανάρι
ρίχνει στα νεύρα των σχεδίων πάνω σε μια οθόνη:
Δε θα άξιζε τον κόπο
εάν ένας από μας ,βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι σου
ή πετώντας ένα σάλι προς το μέρος μου ,
και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε:

“Δεν εννοούσα αυτό, δεν εννοούσα καθόλου αυτό”.

Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ,
ούτε φτιάχτηκα για να είμαι.
Είμαι ένας φύλακας λόρδος,
ένας που για να μεγαλώσει μια πρόοδο,
θα ξεκινήσει μια δυο σκηνές έστω και ζηλοτυπίας,
συμβουλεύοντας ωστόσο τον πρίγκιπα,
χωρίς αμφιβολία είμαι ένα ωφέλιμο εργαλείο,
διαφορετικό, που χαίρεται όταν χρησιμοποιείται,
πολιτικό, προσεχτικό , και λεπτολόγος,
γεμάτος υψηλή εκφραστικότητα,
αλλά καμιά φορά λίγο αργός,
φορές φορές , πράγματι σχεδόν γελοίος,
σχεδόν, μερικές φορές , ο Ανόητος.

Μεγαλώνω..μεγαλώνω
και θα πρέπει να φοράω
τα παντελόνια μου γυρισμένα…
Μήπως πρέπει να κάνω
τα μαλλιά μου προς τα πίσω;
Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Μάλλον θα πρέπει να φοράω
λευκά “ χαρούμενα” παντελόνια
και να περιφέρομαι στις παραλίες …

Έχω ακούσει τις φωνές
των σειρήνων μία προς μία,
αν και δε νομίζω ότι θα τραγουδήσουν σε μένα.
Τις έχω δει να καβαλούν τα κύματα
κάνοντας την άσπρη κόμη των κυμάτων να γυρνάει προς τα πίσω
να σκουραίνει λίγο λίγο σε μαύρο
όταν ο άνεμος φυσάει στο νερό άσπρο και μαύρο.

Έχουμε ξαπλώσει στις αμμουδιές
δίπλα σε κορίτσια στεφανωμένα με κόκκινα και καφέ φύκια ,
…μέχρι να μας ξυπνήσουν ανθρώπινες φωνές και πνιγούμε.






11.1.10

Θροίζουν στα αυτιά(Μουσικές ευχές)


Πολύ νωρίς ένα δροσερό πρωινό κ
άποιος κόσμος
σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του,
ζόρικα ρούχα και στενά οι αναμνήσεις τους
που πια δεν χωρούν,
κόσμος, που μέχρι πρότινος τρέκλιζε
σε δρόμους που διαρκώς τούς γυροφέρνουν,
βγάζοντας τελικά μόνο πίσω δίχως -σε καμιά περίπτωση- να
χρειάζεται, ακόμη ακόμη δίχως να πρέπει,
ντύνονται λοιπόν καινούρια και ανάλαφρα για άλλες γειτονιές.


Περπατούν, το λοιπόν, σχεδόν
χορεύουν σε απαλές διαδρομές,
με μουσικές υπέροχες, από μακριά ,
να θροίζουν στα αυτιά τους,
-πώς να τις μάθει κανείς;-
μουσικές που κατάμουτρα φτύνουν τα γράμματα,
όπως τούτες εδώ τις φράσεις,
με αγύρτες ήχους της στιγμής.
Μια σκέψη μονάχα 
αναδύεται σιγά σιγά απ’ τα βάθη του νου τους.
Μια σκέψη μόνο, γλυκιά,
σαν απαστράπτουσα εικόνα ιερή 
φιλημένη από μιαν άνοιξη ξενιτεμένη
που θα ξανάρθει,
ορκισμένη σκέψη ,
που τη λύση πάντα δίνει όπου απλώνεται
πυκνό το σύθαμπο της καρδιάς.


Περπατούν, γεμάτοι, σα τόποι πλήρεις φωτός,
συναισθανόμενοι ωστόσο τούτη τη μεταφορά
σα την πιο δυνατή τους εκδοχή για τα πράγματα στο εξής,
περπατούν, σα στο εκστατικό τούτο παρόν τους
να συντρίβονται οι οργές, τα συφοριασμένα μίση και να
λιώνουν όλα εκείνα που χαρές δε γίνανε στα κλειστά τους
βλέφαρα λίγο πριν και μετά το δάκρυ.


Μια πλάση ολάκερη δικιά τους
ξαναγεννιέται τώρα ρεμβάζοντας στα βήματά τους,
δύση και ανατολή σμίγουν τρυφερά
στην επικράτεια την
απόλυτη του ήλιου,
κατεβαίνοντας μαζί με
γέλια πορφυρά σε αυτούς τους
γιορτινούς πλέον δρόμους,
κατεβαίνοντας μαζί σαν έρωτας αμάραντος που
μαγιά γίνεται της άγρυπνης αύρας του.
(Που ξαγρυπνά , με το αέναο της επιθυμίας για ελεύθερη
βούληση σε τούτον εδώ τον πλανητάκο του μαστιζόμενου εγώ,
του ξεδιάντροπα ξεπεσμένου εσύ και εμείς.)


Πολύ νωρίς ένα δροσερό πρωινό,
κάποιος κόσμος 
με βήματά σα μουσικές ευχές,

και με σκέψη ορκισμένη
ρίχνει τα φράγματα,περπατώντας, προς άλλες γειτονιές…

23.12.09

Η Ομορφιά τους


Με την άσβεστη αθωότητα ως την αιωνιότητα,

που ενυπάρχει μέσα τους, Κύριε,
”πλησιάζουν ” οι αλαφροίσκιωτοι, Μάτια μου.
Και εμείς τους αφήνουμε να σιγοκαίει το κρύο στην καρδιά τους,

στην ονειροχώρα δηλ. του κάθε στιγμής θαύματος.
Και τους πληρώνουμε με το σκληρό της νόμισμα, Κύριε.

Τους αφήνουμε, στη μοίρα, φθισικούς και αυτοκτονούντες,

να λιμοκτονούν από αγάπη, αψηλάφητους από στοργή,
να σπαράζουν μονολογώντας “Θαύμα αντί μίσους”.
Διότι η ελεήμων καρδία υπέρ ημών αχθοφορούσα μοιρολογεί,
στιγμές στιγμές μόνη ελπιδοφόρα, εις τα διηνεκή του χρόνου βαλτόνερα.
Και ίσως ίσως ελεημοσύνη υπέρτερη νομίζουμε πως διαπράττουμε ,
διότι η χίμαιρα τους τούς γλείφει κάθε πληγή, λέμε,
και έτσι απ’ το φως παίρνουνε φως ,
και όμως εις το φως σιμώνει αυτό λαμπρότερο…



Χρόνια τώρα αγαπήσαμε, τρόπον τινά, Κύριε, δίπλα τους,
μπορεί μονάχα το μέσα μας,
και εξ’ αυτού νιώσαμε τη στάχτη να απλώνεται
βαριά στα σωθικά μας, όπως απλώνεται η θνητότητα
στο μέτωπο του κουρασμένου από τον πόλεμο στρατιώτη
καθώς με αθεράπευτη πληγή αντικρύζει λυτρωτικά
τον άγγελο της ψυχής και μοιάζει η τελευταία ανάσα του
θέληση άνομη στη φυσική, γνήσια εκζήτηση του φεγγαριού,
μυστικά ανεβάσματα μέχρι εκεί…



Χρόνια τώρα αγκαλιάζαμε , εκ των υστέρων , Κύριε,
τους δρόμους όπου περπατούν οι αλαφροίσκιωτοι,
εν πρώτοις τύποι σκοτεινοί, δε λέω,
μα με δύο λόγια απέριττα και ουσιωδώς “επικίνδυνα”
ιδρώνουν επιτακτικά στη ζωή μας ταξίδια μακρινά,

στα φύλλα της αυγής δροσίζουν δάση,
ψάχνοντας λημέρια άγνωστων θεών,
σαν εκείνων που αγαπούν να λύνουν μάγια,
σαν εκείνων που γλυκοχαράξαν αχολογώντας
στους βωμούς του ανθρώπου ανεξίτηλα τα πάθη του,
μεσοστρατίς του Παραδείσου έκλαψαν,
παρεκκλίνοντας απ’ την πορεία του κόσμου του σύμπαντος
ψελλίζοντας σωτήρια αλαφροίσκιωτα,
νηπενθή αλληλέγγυα “ΩΣΑΝΝΑ”….

16.12.09

Σχόλιο σε στίχο του Ελύτη






"Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε ,
που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο…"


(Απ’ το ποίημα “Λακωνικόν”)


Ήρθε πάλι μεσονυχτίς , σέρνοντας μαζί του αιώνες κομψούς με γέρικο δέρμα,
ήρθε, αγγελοπρόσωπος κουστουμαρισμένος “εγκληματίας”,
νουνεχής στις πιο δύσκολες ώρες
μα προαγωγός των πιο μεγάλων αναγκών,
όπως η πείνα και η αγάπη,
και δεν είχα παρά μάτια τρυφερά
στην θέα του παράξενου τούτου μύστη.
Στο κατώφλι της ψυχής στάθηκε σαν φωτεινός ιερουργός
με την αγαπητική πληρότητα μάνας
και του κορμιού τις αναδυόμενες επιθυμίες γλυκοφίλησε
με το πάθος της γυναίκας στην έσχατη του έρωτα της πράξη.
Άσκηση επιβίωσης δε θέλει καθώς κομίζει
προφητικά καλέσματα μεταστροφής προς τη ζωή την ίδια, τίποτε λιγότερο,
παράκρουση αλήθειας το άγγελμά του
στην παντερημιά των ηλεκτρονικά συνδεδεμένων μεγαλουπόλεων.
Ήρθε με ρομφαία ποιητική και στόμα βάλσαμο που ξηλώνει κάθε πρέπει
στις εγκεφαλονευροδιαβιβάσεις της μοναξιάς,
σε μια πραγματικότητα δηλ. οριστικά πλέον κοινή για όλους,
που μοιάζει τίμημα άγρυπνο , μεστή εκδίκηση για τους αδικοχαμένους .
Για όλους εκείνους τους γηγενείς ήρωες
που καθώς σταύρωναν επαναληπτικά το εμπαθές είναι τους
ολόψυχα δοσμένοι σε ολόδροσα ανοιξιάτικα πρωινά ,
τραυλίζοντας τραγούδια που γραφτήκαν
σε καθεστώς υπέρβασης ποιητικής αδείας,
φλεγόμενοι και ταπεινοί,
κοινωνούντες στο βωμό του αγώνα για πνευματική λευτεριά,
δε σκεφτήκαν παρά μονάχα πως αχτίδες είναι άσπιλες
μα το φως τους αποδιοπομπαία συναστρία άκαιρη.
Πράξη παράταιρη
σαν το φιλί που ‘δωσαν τα τελευταία πουλιά
στο “εν τούτω νίκα”
και έπειτα πετάξαν ψηλά…

18.11.09

Ιουλιέτα

Στα μικρά διαστήματα της διαύγειας της
συχνάζει σε μέρη όπου αγγελοπρόσωπη η ιστορία της
αναμειγμένη με πολύ ψέμα διαρρέει απ’ τα γκέτο κάθε πόλης.
Και εκείνη ακούγοντας,
ονειρεύεται ανάμεσά τους ότι πέφτει από γιγάντιους πυλώνες,
πώς κόβει μυστικά τα χέρια της,
θρηνεί με σπαραξικάρδια ρέκβιεμ,
μοιράζοντας το είναι της σε αιμάτινες κλωστές
καθώς διερχόμενα σμήνη από αγριοπερίστερα
καλύπτουν με κουτσουλιές τα σημάδια του αφηρημένου χρόνου της
και ένας σωρός από τριαντάφυλλα χαιδεύουν τον πόνο της
στα βελούδινα πέταλά τους.
Στην πιο άστοχη κίνηση της ζωής
βούλιαξε ο αγαπημένος της, σκέφτεται,
ίσως γιατί κατά βάθος δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι,
ίσως γιατί η ζωή είναι μια αδυσώπητη φάρσα
μα το “κελί” μας δικής μας μόνο επινόησης
και η πλάτη μας γεμάτη τρύπες
απ’ τους πυροβολισμούς των άλλων που δεν φαίνονται,
γιατί μάθαμε πια να αιμορραγούμε στα κρυφά,
περήφανοι συγχρόνως και συγκαταβατικοί,
βλέπεις, στο βάθος όλοι μόνο δικαίωση επιζητούμε,
σκέφτεται, στα διαλείμματα…της διαύγειάς της.

17.11.09

Kαι μεταφέρεσαι θαρρείς(Στον κήπο της Γεθσημανή...)

Απόψε, δυνατή συγκίνηση
πλημμυρίζει το νου,
τον κατεβάζει στην καρδιά,
εκεί μέσα,
το μόνο θέλημα μου:
να σωπάσω, να σωπάσω γενναία,
ακόμη και στο σωστό.
Άλλο δεν θέλω να μιλήσω,
άλλο δεν έχω να μιλήσω.
Τίποτα παραπάνω.
Δεν είναι το πρόσκομμα της μνήμης
που πρέπει να ξεπεραστεί.
(αλήθεια, τί καινούριο
έχουμε να πούμε για να το ξεπεράσουμε;)
Τόσο καιρό αισθανόμουν και βίωνα τον ζήλο
ενός χωρίς “κέρδος” εργάτη σε ακατανόητο “κάτεργο”.
Έτσι πέρασα τα μέχρι τώρα εμπόδια
απ’ το χθες στο αύριο
και κάθε μέρα άναβε
μέσα μου φωτιά η λαχτάρα του αδύνατου:
να ενσκήψω στο μέγα τούτο μυστήριο της ζωής,
να το δω κατάματα και να το καταλάβω
(δίπλα μου πάντα ένα “δαιμονισμένο” παιδί
“γράφει” με το χνώτο του στο χώμα: άσκηση άλυτη).
Τα χθεσινά και το αύριο
ας σταθούν και ας με κοιτάξουν, βουβά και απορημένα:
Ένα σύνολο από αβεβαιότητες και συνειρμούς αμφιβολίας είναι,
πονήματα μάταια της ύλης.


Μέσ’ την καρδιά μου, απόψε,
ακούω μονάχα βέβαιη
την Αγία σιωπή
το ακλόνητο σημείο όπου πάνω του
σπάνε νικημένες οι σκέψεις,
που υφαίνει τον εαυτό μου με το απέριττο,
σιωπή,το πιο αυθεντικό του δικού μου χρόνου “αριστούργημα”,
τώρα και πάντα…

14.11.09

Μικρές σκέψεις...

Ανασασμοί που σκορπίζουν στην ενδοχώρα του νου
δροσερές σκέψεις του πρωινού
εκτεινόμενες σε ατόφια τοπία παρθένας βλάστησης,
με την ανομολόγητη έστω συναίσθηση
πως το φως καρπίζει με φως μονάχα όταν εισδύω απαλά
στο μυστήριο του όλοι ένα ήμασταν και ένα είμαστε,
μοναδικοί κάτοχοι ωστόσο μιας υπέροχης ατομικής μηδαμινότητας,
οδοιπόροι στο αχανές,
βέβαιος πως δεν υπάρχει σιγουριά στον κόσμο
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα φτερά των αγγέλων
καταλήγει τελικά η ζόρικη μοίρα των φτωχών,
των απόκληρων, των άστεγων και όλων των πεινασμένων
και εκεί πάνω υφαίνεται η λάμψη του είναι τους.
Βεβαιότητα δεν υπάρχει καμιά
παρά μόνο στα μικρά εκείνα διαστήματα
όπου στα σεντόνια που πλάγιασαν οι εραστές
αιμάτινη αργοκυλά η αιώνια ένωση
σαν η πιο γνήσια του ανθρώπου ελπίδα,
εκλεκτή σαν αγνότητα
και μαρτυρική σαν αθωότητα
που άλλοτε αγρυπνά στους δρόμους με μάτια βεγγαλικά
και άλλοτε κοιμάται ήσυχα στα πόδια της χίμαιρας της αγάπης.
Αγάπη άραγε θα πει
συνειδητή υποταγή στο σκληρό του κόσμου πεπραγμένο
ή μήπως θα πει να ονειρεύεσαι
ακόμη και ανήμπορος ακόμη και πεσμένος καταγής,
μοιάζει σκουριασμένη ανέφικτη ιδέα στα γρανάζια του νου
ή μήπως αμφιβολία για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτή;
Μα δίπλα μου και μέσα μου ανθίζουν οι στιγμές
αιώνια ονειρεμένες και αιώνια εφιαλτικές
και η ανάγκη του μέτρου
ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα της ύπαρξης
τυφλώνεται απ’ την ανάγκη
να μην καταντήσει η υπέρβαση
νοσταλγική ανάμνηση ενός “κάποτε πραγματικά υπήρχα”.
Και όταν ο μέγας φόβος τούτης της απώλειας σταλάζει σιγά σιγά στη ψυχή μου
το παραισθητικό εκείνο βάλσαμο μιας ροδόχρωμης εαρινής εσπέρας
δημιουργεί την εκλεκτική συγγένεια μου με τον άσωτο,
που καλόδεχτα θα χαθεί απ’ τις ριπές της νύχτας
σε περιθώρια στέκια, μεσοπέλαγα του πουθενά,
και έπειτα γλυκοφιλώντας το χαμό του
στέκεται έξω απ’ τη θύρα της καρδιάς του
χτυπώντας την μανιασμένα και κραυγάζοντας
“Δεν ήμουν εγώ, στ’ αλήθεια, δεν ήμουν εγώ…“
ή πάλι “Δεν καταλαβαίνω,Κύριε,
γιατί να γίνει έτσι,γιατί οτιδήποτε να γίνει έτσι,γιατί;”
με ρημαγμένη εκείνη τη διαίσθηση
πως θα του δοθεί –πρέπει να του δοθεί- μιαν απόκριση.
Μα αντί γι’ αυτό ακαριαία απλώνεται στο νου του
μια τρυφερή όσο και αμήχανη σιωπή
σαν αυτή που συνοδεύει όλα τα μεγάλα ανθρώπινα γεγονότα
ή καλύτερα απλώνεται
ένας υπεραισθητός φωτοφόρος παλμός ενέργειας
σαν εκείνον που μετέτρεψε το νερό σε κρασί,
αρκεί μονάχα αρκεί να το νιώσει
ελεύθερα μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του έτσι…

13.11.09

Σχόλιο σε στίχο του Καρυωτάκη

“Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι…”


Κ.Καρυωτάκης
(Απ’ το ποίημα ο Γραφιάς)



Αρνούμαι το χαρούμενο τραγούδι
πόσες φορές σαν άγριο λουλούδι
άνοιγει δίπλα μου η σιγή
της πλάσης, την πιο θλιμμένη ώρα..τη χαραυγή..


Ασθμαίνω ανέλπιδα στου φεγγαριού τη χάση
τους πάντες αγαπώ απλώνοντας τις δικές μου φτερούγες
προς τα ψηλά , προς τις ουράνιες ρούγες
και ευλογημένη η έμπνευση ρέει στο νου με βιάση...


Όλα είναι πιο δύσκολα κάθε που φτάνει το βράδυ
καθώς μνήμες θύελλες στοιχειώνουν το χρόνο
μα επιτέλους ποιοι απ΄αυτούς που κρίνουν λογάριασε τον πόνο
που γράφει στη ψυχή μου το φως και το σκοτάδι...


Μα και πάλι μια απέραντη- αιφνίδια - γαλήνη
θα χαρίσει πλούσια στην μοναχική μου καρδιά η φίλη εκείνη
που μεγαλώνει μέσα μου και βγαίνει σαν προσφορά
αίμα απ΄το αίμα μου..η γραφή είναι αγώνας για λευτεριά...

26.9.09

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ...

Πλημμυρίζουν πεφτάστρα τα μαλλιά της Αφροδίτης:
..Και το φεγγάρι νυχτερινή κύηση του έρωτα στη μήτρα του στεναγμού
κλείνουν τα μάτια ενστικτώδης κίνηση του αίματος στο βάθος της πληγής
διψά η ψυχή για ένταση στη σατραπεία της στιγμής
έλξη στη διαπασών της ύπαρξης με ένα φιλί που σπαρταρά στα χέρια του χαμού…


Τα γκέτο κάθε πόλης φωταγωγεί θρηνητικά η Ιουλιέτα:
…Χείλη και χέρια μυρωμένοι ανθοί μεταλάμβαναν το κορμί
φωτιά η ανάσα που χάθηκε
Ω! μοναδική μου αλήθεια τρέχεις
στις φλέβες του αγαπημένου σαν άτι με χαίτη χρυσή
σκιρτόντας στην όψη του σαν ουρανός που αντιστράφηκε
και γίνεσαι ύμνος μεταλλικός στην νίκη του που σβήνει την αυγή…

18.9.09

ΟΤΑΝ ΑΝΑΒΕΙ Ο ΒΥΘΟΣ..

Παραπαίοντας στους άγριους ποταμούς της νύχτας
σαν παλιάτσοι με σαράβαλα κουπιά,
είναι που λησμονήσαμε πως κατά βάθος είμαστε από χώμα
θυσιασμένοι επαναληπτικά στης αγάπης το "σφαγείο",
χτυπημένοι στο σταυρό ανάμεσα στων ματιών μας τον έβδομο ουρανό,
μόνοι στα δειλινά ανέφικτων ονείρων,
υπάκουα σκυλιά σε αφέντρες χαμένες στιγμές
που στρογγυλοκάθονται στη μνήμη σαν γιορτές,
απαγγέλουμε στα χρόνια που θα ‘ρθουν ποίηση απ’ το "δικό" μας φως.
Μας τρίξανε για τα καλά τα δόντια
κλείνοντας μας το μάτι: κυρίες και κύριοι
τα πράγματα είναι τόσο απλά και οι άγγελοι ακόμη το ξέρουν,
άσκοπα βάζετε ακόμη στη σκέψη σας και λίγες τύψεις,
το ψωμί δε μοιράζεται δε θα μοιραστεί ποτέ ,
η αιώνια γιορτή χάθηκε οριστικά,
ο εχθρός σας έχει πάντα λόγο "καλό"...
Μα από κάπου μακριά όλο και περισσότερο τώρα τώρα
σιμώνει σε μας μια παράξενη βοήθεια που αργοκυλά σαν οξύ
στην ευκατάστατη φιμωμένη συνείδηση του κόσμου
εκβάλλοντας στην άκρη και της πιο μύχιας πρόθεσης του
χαρίζοντας χίλιες και μία αγάπες σε αυτόν
και έπειτα σωπαίνοντας σαν όραμα στην καρδιά του
κορυφώνεται στους παλμογράφους της ατμόσφαιρας του νου:θαύμα.

12.9.09

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ...

Και εγένετο όνειρο:


Πλούσιο τραπέζι. Προσδίδεται η χάρη της πανάκειας στο ακριβό κρασί.
Για να (δια)σκεδαστούν όμως τα ως τώρα “κατορθώματά” πίνεται ανόθευτο.
Ούτε σκέψη. Παρέα με σκόρπια βιβλία (διαλεκτικά “θηρία” ενέργειας)
που σημαίνουν πυρετώδη ενθουσιασμό: νενικήκαμεν.
Με συνοπτικές διαδικασίες
δόθηκε η σκυτάλη (αιμοβόρα αμοιβή)
στους επιζώντες των νεύρων.
Αλήθεια. Ευκλείδεια γεωμετρία.
Τρίγωνο χάριτος: Εγώ, Εμού, Εμέ.


Μεθυσμένο φιλί (νιώσε και έλα λίγο πιο κοντά)
λύνει και λιώνει μάγια την ευλογημένη ώρα που κάπου βρέχει.
Παραποιημένο ομοίωμα (κάποιου-κάποιας) τρέχει μες τη βροχή.
Στο ένα χέρι το αβοήθητο βαστάει τον πυρσό της ελευθερίας καθώς
απ’ το άλλο χέρι το κραταιό διακριτικά χύνεται θειάφι
σε μια τεράστια καρδιά που αναβλύζει τις στιγμές
παρατείνοντας στα δεύτερα των δευτερολέπτων
έναν ρυθμό που διαρκώς ανεβαίνει:
Σφιχταγκαλιασμένο φθινόπωρο.

24.8.09

ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

Υπάρχουν δύο δρόμοι στην Τέχνη, που ανεβαίνουν και οι δύο στο Γολγοθά. Τον μεν πρώτο τον ακολουθούν μέχρι εκεί κάποιοι απλώς για να πάρουν τον αέρα τους. Τον άλλο τον ακολουθούν μέχρι εκεί και κάποιοι άλλοι για να σταυρωθούν. Και συμβαίνει οι μεν δεύτεροι να σταυρώνονται ενώ οι πρώτοι να μένουν εκεί περιβεβλημένοι δόξα, τιμή και την αίγλη του Πνεύματος.


Πολύβιος Δημητρακόπουλος






Ιδού λοιπόν, ενώπιoν μόνο του εαυτού σου,
και κοιτώντας κατάματα μόνο ό,τι ως τώρα είδες,
αναρωτήσου ειλικρινά και τίμια μέσα σου,
μπήκε στο αίμα σου σπόρος αγαθός
με μυστική δύναμη μεγατόνων
ή μήπως κυλά ήδη σε αυτό η γλυκερή ενόραση της κορυφής;
Μπήκε στο αίμα σου ένα κομμάτι ουρανού
ή μήπως διογκώνεται ήδη μέσα σε αυτό
το πρωτοκύτταρο εκείνο που θα “νομίσει"
κάποια στιγμή ότι “περιέκλεισε”
και τον ουρανό ακόμη μέσα σε ένα γράμμα;
…Γράμμα λεπτεπίλεπτο, πολιτισμένο,
γράμμα που μπροστά του
υποκλινόμαστε βαθιά και επίσημα μπαίνοντας στα τυπογραφεία,
σε αυτούς τους σύγχρονους ναούς της λατρείας αυτού του γράμματος,
της λατρείας της βρώσις και της πόσις ειδωλόθυτων αλφαβήτων,
γράμμα κυρίαρχου στην έρημο και στις πόλεις,
στα κανόνια και στους πύραυλους,
γράμμα στις εφημερίδες: απαραίτητη
πρωινή προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου,
γράμμα εκ των έσω: βασικό συστατικό
της παντοδύναμης πλέον νευροχημείας του εγκεφάλου
αναλυόμενης μέσα απ’ τους “πεφωτισμένους”,“αλάθητους”
και “ακριβείας” ανθρώπινους υπερεπεξεργαστές της ψυχής,
οι οποίοι υπερτονίζοντας απροκάλυπτα τη δήθεν ανυπαρξία της τελευταίας
και βάζοντας σε αυτήν τελεία και παύλα συνείδησης μαζί
διατιμούν έπειτα ανενόχλητοι κάθε αξία,
κηρύσσοντας συστηματικά το αφύσικο σε φυσικό
με το να προτρέπουν διακαώς τον άνθρωπο
σε αυτονόμηση και ατομισμό τουλάχιστον ιδεοληπτικού χαρακτήρα,
και το βλαπτικό σε ωφέλιμο
με το να πασχίζουν να μεταμορφώσουν
τον άνθρωπο μέσω τούτης της κοινωνίας
προτρέποντας τον μόνο να νιώθει πάση θυσία καλύτερα
και όχι να γίνεται καλύτερος,
γράμμα απολογητικό:
κομψή αρχιτεκτονική
της σύγχρονης εποχής του λίθου, πέτρινη κουλτούρα με μυριάδες
υποκατάστατα σκέψης ή καλύτερα πέτρινη κουλτούρα
υποκατάστατο σκέψης με τη δική της λογική
ή καλύτερα με τη δική της νοσηρή απολογητική
για να δικαιολογηθεί ως κάτι δήθεν αναγκαίο και φυσικό,
γράμμα υποκριτικής:
εξυμνητής του κάθε “πνεύματος των καιρών”
ενθρονίζει αυτό το "πνεύμα" στο νου και εκείνο
με τη σειρά του τον αποσυνθέτει ολοκληρωτικά
μέσα από μια δια βίου εκπαίδευση στην αρπαγή,τη μοιχεία,τη βία
τον κάθε είδους φόνο ακόμη και κυρίως τώρα πια τον “ηθικό”,
και γράμμα τελεσίδικο : μεθυσμένο στόμα
που διακωμωδεί περίτεχνα την πραγματική καταγωγή του κόσμου ή τουλάχιστον νομίζει
ότι το κάνει με την ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟ,
Η ΟΠΟΙΑ αφού επίσημα θεωρεί και διακηρύσσει
ότι τα πάντα συμβαίνουν και δίνονται στον άνθρωπο μόνο απ’ την εξέλιξη
τελικά έτσι τον εξαπατά οικτρά και τραγικά:
δεν του λέει ποτέ ευθέως πως κατά βάθος ΘΕΩΡΕΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙ
ότι το κακό και ο θάνατος είναι φυσικά και αναγκαία,
είναι δηλαδή αναπόφευκτα αποτελέσματα της εξέλιξης,
την οποία εξέλιξη ναι μεν προτάσσει παντού και πάντα
ως απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού στην ύλη, αλλά σκόπιμα
δεν την “ενοχοποιεί” καθόλου για το κακό και το θάνατο,
για να διατηρήσει και να μεγαλώσει
την επιρροή τούτης της θεώρησης του κόσμου(εξέλιξη) στις συνειδήσεις
και μέσω αυτής της επιρροής να γιγαντωθεί η ίδια(αυτή η ανθρωπολογία).
Γιατί αν αυτή η ανθρωπολογία
έλεγε ανοιχτά στον άνθρωπο ότι στην ουσία
αυτή την εξέλιξη μόνο έχει “ανακαλύψει” ή έστω ότι σε αυτή μόνο πιστεύει,
θα αναιρούσε φανερά τον εαυτό της ως ανθρωπολογία
ή καλύτερα θα τον αποκάλυπτε
εφόσον έτσι προωθεί στην ουσία το επί Γης κακό και το θάνατο,
και από “χρήσιμη” , “ωφέλιμη” ,μόνη "διαφωτιστική "θεωρία
και μοναδικό μέσο προς την υπέρτατη αλήθεια
θα καταβαραθρωνόταν αυτοστιγμεί στην πηγή της,
στο πηχτό ,αδιαπέραστο και ειλικρινά μισάνθρωπο σκοτάδι.
Αντί όμως γι' αυτό, φέρεται “έξυπνα”
- και αυτό το φέρσιμο μεταδίδεται
γύρω μας και μέσα μας αστραπιαία-
συκοφαντώντας, ελεεινολογώντας και νεκρολογώντας
στην ουσία μέχρις εσχάτων τον ίδιο τον άνθρωπο
με το να αρχίζει να τον μυεί να πιστεύει
έστω και κατά βάθος σε αυτά (κακό και θάνατο)
ως φυσικά αναγκαία και ως επιταγές της εξέλιξης
πριν καλά καλά πήξουν τα νύχια του,
φορτώνοντας του όμως σταδιακά
όλο και πιο άγρια
το απροσμέτρητο βάρος
της ζωής και της ύπαρξής του,
και με αυτό τον τρόπο περιγελά,ενοχοποιεί,
χλευάζει και καταδικάζει
μόνο εκείνον (τον άνθρωπο),
για να φτάσει τελικά εκείνος
κυριολεκτικά λεηλατημένος νοητικά
και μαδημένος συναισθηματικά να κλείσει τα μάτια
είτε χορτάτος και μόνο,
πάνω σε έναν οποιουδήποτε τύπου επίγειο θρόνο
είτε λιμοκτονώντας σε κάποιο περιθώριο τούτης της Γης
και στις δύο περιπτώσεις όμως
χωρίς να έχει βιώσει ποτέ του ουσιαστική και γνήσια ελπίδα,
διότι ακόμη και οι σπάνιες οάσεις στιγμές
στη λιγόχρονη ζωή του στερούνται “καθαρού νερού”.
Διότι αν τουλάχιστον ήταν έστω και λίγο ανθρωπολογία
και όχι αποκλειστικά και μόνο ανθρωποφαγία
θα μπορούσε πάνω από όλα να επινοήσει,
μέσα στην τόση λάμψη “αλήθειας”
και μέσα σε όλη αυτή την αίγλη του “αλάθητου”
που διατρανώνει ότι πια την περιβάλλει,
μια ακόμη θεωρία για να εξηγήσει
και την ύπαρξη του κακού και του θανάτου.
Και εάν βεβαίως ήταν εξολοκλήρου και μόνο ανθρωπολογία
θα εκφραζόταν τίμια έστω και αν ψέλλιζε:
Ο άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του
και μόνος του να κάνει τίποτε.
Δεν είναι όμως ανθρωπολογία` είναι ανθρωποκτονία ,
συστηματική μάλιστα και μεθοδευμένη σε όλα τα επίπεδα
και τομείς λειτουργίας τούτου του κόσμου,
και για τα ανθρώπινα μέτρα νόησης(αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος)
είναι κατά βάθος πέτρα ή καλύτερα
είναι η ακρογωνιαία πέτρα του σκανδάλου “όλα επιτρέπονται”,
αυτής της μοναδικής κατά βάθος
“κατάκτησης” του αυτολατρευόμενου
μέχρι –ευτυχώς- το τέλος του χρόνου,
διογκωμένου μέχρι τις “άκρες “ του Σύμπαντος
αλλά τελικά μόνο κούφιου και κουρελή ανθρώπου
που νομίζει ότι “περιέκλεισε”
και τον ουρανό ακόμη σε ένα γράμμα,
ψελλίζοντας συντετριμμένος
στις πιο αληθινές αλλά μυστικές
πάντα στιγμές του: έτσι , δεν είμαι άνθρωπος.